Οι μοναδικές μικρές νησίδες
Σε τι διαφέρουν οι μικρές ακατοίκητες νησίδες του Αιγαίου από τα μεγαλύτερα νησιά; Τι το ιδιαίτερο έχουν, αυτά τα άγονα μέρη που εμφανίστηκαν με τον κατακλυσμό πού δημιούργησε τη Μεσόγειο πριν τρία με τέσσερα εκατομμύρια χρόνια; Για τα στεριανά ζώα δεν είναι ελκυστικές αφού διαθέτουν ελάχιστο χώρο, τροφή και νερό. Για τα θαλασσοπούλια όμως που τρέφονται στη θάλασσα μια μικρή νησίδα όχι μόνο επαρκεί αλλά είναι και ιδανικό καταφύγιο προφυλαγμένο από κάθε είδους εισβολέα. Έτσι οι νησίδες ιδιαίτερα αν βρίσκονται κοντά σε καλούς ψαρότοπους μπορούν να φιλοξενούν εκατοντάδες ή και χιλιάδες θαλασσοπούλια.
Για τα θαλασσοπούλια η ασφάλεια της απομονωμένης νησίδας είναι βασική ανάγκη. Αν βρεθούμε σε μια αποικία Αιγαιόγλαρων και δούμε τις φωλιές που φτιάχνει πάνω στο χώμα σαν ανοιχτά πιάτα με αυγά θα καταλάβουμε ότι αρκούν είκοσι λεπτά σε έναν και μόνο σκύλο για να μην αφήσει τίποτα. Αν παρακολουθήσουμε τη νύχτα μια αποικία Μύχων και τους δούμε πως σέρνονται για να φτάσουν στις εισόδους των φωλιών κάτω από τους θάμνους ή τα βράχια θα καταλάβουμε ότι αρκεί μια γάτα ή ένα κουνάβι για να σκοτώσουν σε ένα βράδυ δεκάδες πουλιά. Θα καταλάβουμε πως αυτά τα πουλιά ουσιαστικά μπορούν να φωλιάσουν μόνο σε νησίδες χωρίς χερσαίους θηρευτές.
Αλλά ακόμη και στεριανά πουλιά προτιμούν την ασφάλεια των νησίδων του Αιγαίου για να φωλιάσουν έστω κι αν πηγαινοέρχονται καθημερινά στα μεγάλα νησιά για να τραφούν. Αρπακτικά, αγριοπερίστερα, πετροχελίδονα, κοράκια είναι οι συχνότεροι χρήστες των νησίδων. Βέβαια αυτό συμβαίνει μόνο σε νησίδες που βρίσκονται κοντά σε μεγάλα νησιά ή στην ηπειρωτική ακτή και όχι σε νησίδες που είναι απομονωμένες μεσοπέλαγα.
Επιπλέον οι νησίδες λειτουργούν σαν καταφύγια αρχαίων ειδών που εξαφανίστηκαν σταδιακά από άλλα σημεία της Ελλάδας. Φιλοξενούν είδη που έμειναν αποκλεισμένα στις άλλοτε βουνοκορφές της Αιγηίδας, της στεριάς που πριν 3 – 4 εκατομμύρια χρόνια που ένωνε την Ελλάδα με τις ακτές της Μικράς Ασίας. Ο αποκλεισμός των ειδών σε αυτά τα πολύ ειδικευμένα οικοσυστήματα, οδήγησε στην απομονωμένη εξέλιξή τους και στην προσαρμογή τους σε καινούργιες συνθήκες Έτσι σταδιακά δημιουργήθηκαν νέα είδη. Οι νησίδες του Αιγαίου όπως αυτές του Καρπάθιου παραδείγματος χάριν, παρουσιάζουν σημαντικό βαθμό ενδημισμού, δηλαδή παρατηρούνται εκεί πολλά είδη, ιδιαίτερα φυτών, ερπετών και ασπόνδυλων, που δεν παρατηρούνται πουθενά αλλού στον κόσμο.
Εκτός από την ορνιθοπανίδα οι νησίδες είναι καταφύγιο και για την απειλούμενη Μεσογειακή φώκια που επίσης αναζητά απρόσιτες παραλίες και σπηλιές για να γεννήσει ή να ξεκουραστεί.
Η μοναδικότητα των Αιγαιοπελαγίτικων νησίδων έχει αναγνωριστεί σε διεθνές επίπεδο. Πολλές νησίδες αναδείχθηκαν σε προστατευόμενες περιοχές της φύσης σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία για τη Διατήρηση Οικοτόπων και περιλαμβάνονται στο Ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών NATURA 2000. Συγχρόνως, αποτελούν μία ζώνη που επηρεάζεται από την οικονομική και τουριστική ανάπτυξη του Αιγαίου. Έτσι, οι νησίδες, όπως και όλη η παράκτια ζώνη, είναι εξαιρετικά ευάλωτες στις ανθρώπινες επεμβάσεις, γι’ αυτό και χρειάζεται σωστός σχεδιασμός για την προστασία τους.
«Στεριανά πουλιά» στις νησίδες
Οι νησίδες που βρίσκονται κοντά στην στεριά φιλοξενούν περισσότερα είδη από ότι οι απρόσιτες νησίδες. Ορισμένα μεγάλα αρπακτικά όπως ο Σπιζαετός και η Αετογερακίνα, συχνά προτιμούν να διασχίζουν καθημερινά θάλασσα προκειμένου να βρουν την ησυχία που θέλουν στις νησίδες. ¶λλοι συχνοί κάτοικοι παράκτιων νησίδων είναι τα Βραχοκιρκίνεζα. Σε ορισμένες περιοχές όπως στη Λέσβο και τη Ρόδο μικρές νησίδες πολύ κοντά στην ακτή φιλοξενούν αποικίες και από τα απειλούμενα Κιρκινέζια.
Νησίδες που βρίσκονται κοντά σε υγρότοπους όπως οι Εχινάδες, μικρές νησίδες στον Αμβρακικό, στον Καλαμά και στα παράλια της Θράκης φιλοξενούν σημαντικότατες αποικίες από υγροτοπικά είδη όπως ερωδιούς και Χαλκόκοτες.
Όσο απομακρυνόμαστε από τις ακτές οι νησίδες γίνονται όλο και πιο απρόσιτες για τα στεριανά πουλιά. Από κάποιο σημείο και μετά η απόσταση γίνεται απαγορευτικά μεγάλη ώστε τα πουλιά να τη διασχίζουν καθημερινά. Αν και το όριο αυτό ποικίλει από είδος σε είδος, σε γενικές γραμμές δεν ξεπερνά τα λίγα χιλιόμετρα.
Στις πιο μικρές κι απομονωμένες νησίδες συνήθως δεν βρίσκουμε πάνω από τρία είδη στεριανών πουλιών. Όλα τους είναι μικρά στρουθιόμορφα που είναι πρωταθλητές στην επιβίωση στο Αιγαίο. Αυτά είναι η Λευκοσουσουράδα που τρέφεται στην ακτή, ο Μαυροτσιροβάκος που χρειάζεται κάποια στοιχειώδη θαμνώδη βλάστηση και ο Γαλαζοκότσυφας. Αν είναι να μιλήσουμε για τον πρωταθλητή όλων τότε αυτός είναι ο Γαλαζοκότσυφας που είναι το πιο διαδεδομένο είδος πουλιού όχι μόνο στο Αιγαίο αλλά και σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Βρίσκεται σχεδόν παντού, από τις βραχώδεις ακτές των μεγάλων νησιών μέχρι και τα πιο απομονωμένα νησάκια.
Αν και τα στεριανά πουλιά στις νησίδες είναι πολύ λιγότερα από ότι στη στεριά, εν τούτοις η παρουσία τους στο Αρχιπέλαγος κρύβει πολλά μυστικά για την επιστήμη. Αναζητώντας τους λόγους για τους οποίους αυτά βρέθηκαν στις νησίδες κι αναλύοντας τους μηχανισμούς προσαρμογής τους αντλούμε πολύτιμες πληροφορίες.
ΤΑ ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
Το να ψάχνεις την τροφή σου στη θάλασσα είναι μια δύσκολη δουλειά. Όπως και οι ψαράδες όμως έτσι και τα θαλασσοπούλια έχουν δύο επιλογές: ή τη σιγουριά της γνωστής ακτής με τα μικρά όμως κοπάδια ψαριών ή τη μεγάλη ανταμοιβή με τις σπουδαίες ψαριές που ωστόσο βρίσκονται στο άγνωστο πέλαγος.
Τα θαλασσοπούλια που ψαρεύουν κοντά στην ακτή μετακινούνται πολύ λιγότερο από τα είδη που βγαίνουν στο ανοιχτό πέλαγος. Τα παράκτια είδη, όπως λέγονται, θα τα δούμε να πετάνε κατά μήκος των ακτών, να γυρίζουν στα λιμάνια, να κάθονται στα βράχια και το πολύ πολύ μετακινούνται από νησί σε νησί. Τα θαλασσοπούλια που ανήκουν σε αυτά τα είδη διανύουν μόλις μερικές δεκάδες χιλιόμετρα ανά μέρα. Τα παράκτια θαλασσοπούλια του Αιγαίου, το Θαλασσοκόρακα, τον Αιγαιόγλαρο και τον Ασημόγλαρο δεν θα τα δούμε να τρέφονται στα ανοιχτά εκτός κι αν ακολουθούν κάποιο ψαροκάικο, εκεί δηλαδή όπου η τροφή είναι εξασφαλισμένη.
Αντίθετα τα πελαγικά θαλασσοπούλια είναι αξεπέραστα στο πέταγμα, διανύουν τεράστιες αποστάσεις κάθε μέρα και δεν θα τα δούμε συχνά κοντά στη στεριά. Έτσι στα ανοιχτά θα δούμε τα πελαγικά ειδη, δηλαδή τον Αρτέμη και το Μύχο και τον πολύ μικρόσωμο Υδροβάτη. Όσον αφορά τις αποστάσεις που μπορεί να διανύσουν τα πελαγικά θαλασσοπούλια ενδεικτικά, α Αρτέμης μπορεί άνετα να διανύσει 500 χιλιόμετρα σε μια διαδρομή ρουτίνας για να φέρει τροφή στη φωλιά.
Πελαγικά θαλασσοπούλια του Αιγαίου (Μύχος, Αρτέμης, Υδροβάτης)
Τα πελαγικά θαλασσοπούλια χρησιμοποιούν την ικανότητα να καλύπτουν τεράστιες αποστάσεις για να εντοπίσουν τα μεγάλα κοπάδια ψαριών που βρίσκονται στην ανοιχτή θάλασσα. Αντίθετα με τα νερά κοντά στην ακτή, η ανοιχτή θάλασσα δεν έχει σημάδια όπως κόλπους, ξέρες ή ακρωτήρια που δείχνουν τους ψαρότοπους. Έτσι είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τα μεγάλα κοπάδια ψαριών που υπάρχουν στα ανοιχτά. Κι ακόμη αν σήμερα τα ψάρια βρεθούν κάπου, αύριο θα έχουν μετακινηθεί αλλού. Έτσι τα πελαγικά θαλασσοπούλια διανύουν μεγάλες αποστάσεις σε ατέλειωτες αναζητήσεις στην ανοιχτή θάλασσα με την υπόσχεση όμως μιας σπουδαίας ανταμοιβής.
Ο Μύχος, ο Αρτέμης κι ο Υδροβάτης είναι είδη της λεγόμενης οικογένειας των ρινοτρυπόμορφων που περιλαμβάνει και διάσημα μέλη όπως τα Αλμπατρος. Όπως όλα τα είδη της οικογένειας αυτής, αυτό που διακρίνει και τα πελαγικά θαλασσοπούλια του Αιγαίου, εκτός από την αξεπέραστη ικανότητά τους στην πτήση, είναι τα ρουθούνια που ξεχωρίζουν σαν μικροί σωλήνες στη βάση του ράμφους. Αυτή η λεπτομέρεια της μύτης τα κάνει να διαθέτουν, ιδιαίτερα τα μικρότερα είδη όπως ο Πετρίλος, οξεία όσφρηση που τα βοηθάει να βρίσκουν τροφή κοντά στην επιφάνεια.
Όσο προικισμένα είναι τα πελαγικά θαλασσοπούλια στον αέρα όμως τόσο αδέξια είναι στη στεριά. Τα πόδια του Μύχου, του Αρτέμη και του Υδροβάτη είναι ακατάλληλα για περπάτημα. Καθώς είναι σχεδιασμένα για κολύμπι και για τα βοηθούν στην αποθαλάσσωση βρίσκονται τοποθετημένα πολύ πίσω στο σώμα κάτι που κάνει τα πουλιά να σέρνονται στη στεριά.
Καθώς είναι εξαιρετικά ευάλωτα στη στεριά τα πελαγικά θαλασσοπούλια αποφεύγουν να βγουν στις ακτές. Το ανοιχτό πέλαγος είναι ο βιότοπος όπου τρέφονται, ζευγαρώνουν και κοιμούνται. Στη στεριά βγαίνουν μόνο για να φωλιάσουν.
Έτσι εξηγείται γιατί αυτά τα θαλασσοπούλια παίρνουν πολλές προφυλάξεις για να εξασφαλίσουν την ασφάλειά του φωλιάσματος. Όχι μόνο διαλέγουν θέσεις που είναι καλά προφυλαγμένες μέσα σε στοές αλλά επισκέπτονται τις φωλιές τους μόνο τη νύχτα. Έτσι ακόμη κι αν βρεθούμε σε μια νησίδα γεμάτη φωλιές Μύχων, Αρτέμη ή Υδροβάτη μέσα στη μέρα, μπορεί να μην αντιληφθούμε την παρουσία των πουλιών. Όσα βρίσκονται στις φωλιές μένουν κρυμμένα στο βάθος μιας στοάς ενώ τα υπόλοιπα λείπουν μακριά στο πέλαγος.
Με το πέσιμο της νύχτας όμως, οι απόκοσμες και συχνά τρομακτικές φωνές των πουλιών που επιστρέφουν απ’ το πέλαγος κι αυτών που καλούν από τη φωλιά αποκαλύπτουν την παρουσία της αποικίας. Οι φωνές από αποικίες Αρτέμηδων ή Μύχων, που μπορεί να τρομάξουν τον ανυποψίαστο επισκέπτη, πιθανόν να προκάλεσαν και τους μύθους για στοιχειωμένες νησίδες.
Παράκτια θαλασσοπούλια του Αιγαίου (Αιγαιόγλαρος, Ασημόγλαρος, Θαλασσοκόρακας)
Τα παράκτια θαλασσοπούλια ανήκουν κυρίως σε δύο οικογένειες. Η μία είναι οι γλάροι και τα γλαρόνια (τάξη χαραδριόμορφων) και η άλλοι ο Θαλασσοκόρακας (τάξη πελεκανόμορφων). Από την οικογένεια των γλάρων μόνο ο Αιγαιόγλαρος κι ο Ασημόγλαρος φωλιάζουν στο Αιγαίο ενώ άλλα είδη προτιμούν εσωτερικούς υγρότοπους ή λιμνοθάλασσες.
Ο Θαλασσοκόρακας είναι το μόνο αποκλειστικά θαλασσόβιο από τα τρία είδη κορμοράνων στην Ελλάδα. Σε άλλες θάλασσες, ιδιαίτερα στο νότο, υπάρχουν πολλά άλλα είδη θαλάσσιων συγγενών του. Η τάξη των πελεκανόμορφων περιλαμβάνει και άλλα κλασσικά θαλασσοπούλια όπως τις σούλες (Sula bassana) που εμφανίζονται στην Ελλάδα το χειμώνα.
Εκτός από τον Ασημόγλαρο και τον Αιγαιόγλαρο, το μόνο άλλο μέλος της οικογένειά τους που φωλιάζει στο Αιγαίο είναι ένα είδος γλαρονιού, το Ποταμογλάρονο (Sterna hirundo). Απαντά σε Λέσβο, Λήμνο και ίσως σε ένα δύο ακόμη νησιά όπου φτιάχνει φωλιές σε μικρούς επίπεδους βράχους (πλάκες) σε προστατευμένους από το κύμα κόλπους.