Σε ολόκληρο τον κόσμο οι ορνιθολογικές οργανώσεις αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό το θέμα της ανάπτυξης της αιολικής ενέργειας, αφού είναι πλέον τεκμηριωμένες οι αρνητικές συνέπειες στην ορνιθοπανίδα από τη λανθασμένη χωροθέτηση σχετικών εγκαταστάσεων. Ήδη εκκρεμούν αρκετές σχετικές υποθέσεις στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με πιο πρόσφατη εκείνη της ορνιθολογικής εταιρείας της Βουλγαρίας (BSPB) για ορεινή περιοχή κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα.
Σε άλλες περιπτώσεις, η συστηματική και πολύχρονη δραστηριοποίηση φορέων όπως η RSPB, σε συνεργασία με τοπικές περιβαλλοντικές οργανώσεις και άλλους κοινωνικούς φορείς, έχουν αποτρέψει την αδειοδότηση φαραωνικών διαστάσεων έργων στο χερσαίο και στο θαλάσσιο περιβάλλον της Μεγάλης Βρετανίας, με πιο πρόσφατη επιτυχία την αποτροπή εγκατάστασης πάρκου 181 ανεμογεννητριών σε Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) στο νησί Lewis της Σκωτίας (για περισσότερες πληροφορίες δείτε www.rspb.org.uk/supporting/campaigns/lewis/index.asp).
Πολλοί από τους εταίρους της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας στην BirdLife, όπως η NABU και η SEO έχουν εκδώσει αναλυτικές οδηγίες τις επιπτώσεις των αιολικών πάρκων στην ορνιθοπανίδα και την αντιμετώπισή τους, κάτι που ήδη ετοιμάζει και η Ορνιθολογική.
Στη χώρα μας πολλοί είναι οι περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί φορείς που αντιδρούν στη χωροθέτηση αιολικών πάρκων σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο, επικαλούμενοι τις επιπτώσεις στα οικοσυστήματα, στο τοπίο και στην ορνιθοπανίδα. Σε πολλές περιπτώσεις τα επιχειρήματά τους είναι βάσιμα, σε κάποιες όμως όχι, αφού συχνά το κίνητρο μπορεί να εξαντλείται σε τοπικά μικροσυμφέροντα σχετικά π.χ. με τις επιπτώσεις των πάρκων στην αξία της γης και όχι στο ίδιο το περιβάλλον. Σε κάθε περίπτωση, το ορνιθολογικό ενδιαφέρων και τα στοιχεία της Ορνιθολογικής έρχονται στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας. Διαστρεβλωμένη χρήση των στοιχείων της Ορνιθολογικής δεν γίνεται μόνο από κάποιους τοπικούς φορείς, αλλά και από την ίδια την πολιτεία, η οποία στην πρόσφατη Στρατηγική Περιβαλλοντική Εκτίμηση για το ειδικό χωροταξικό σχέδιο, επικαλείται «στοιχεία» της Ορνιθολογικής που δείχνουν πόσο πολύτιμα για τα πουλιά είναι τα αγροτικά οικοσυστήματα, προκειμένου να αποκλείσει τις αγροτικές εκτάσεις από τους χώρους εγκατάστασης αιολικών πάρκων. Την ίδια στιγμή βέβαια αγνοούνται επιδεικτικά τα στοιχεία της Ορνιθολογικής για την αξία των ορεινών, των υγροτοπικών, των νησιωτικών και των θαλάσσιων οικοσυστημάτων για τα πουλιά, με αποτέλεσμα εκεί να μην προτείνεται σχετικός αποκλεισμός, αντίθετα να εντάσσονται στις Περιοχές Αιολικής Προτεραιότητας κάποιες από τις πιο πολύτιμες ορνιθολογικά περιοχές της χώρας μας.
Είναι γνωστή η θέση της Ορνιθολογικής και της Birdlife σχετικά με την αιολική ενέργεια. Ναι στα αιολικά πάρκα με κατάλληλη όμως χωροθέτηση, ώστε να μην υποθηκεύεται η επιβίωση της ορνιθοπανίδας και των βιοτόπων της, καθώς και της βιοποικιλότητας εν γένει. Την αναλυτική θέση της Ορνιθολογικής, όπως και εκείνη της Birdlife μπορεί κανείς να τις αναζητήσει στις ιστοσελίδες των δύο φορέων.
Τι σημαίνει όμως κατάλληλη χωροθέτηση;
Σημαίνει ότι θα πρέπει να αποκλειστούν εκ των προτέρων όσες περιοχές γνωρίζουμε βάσει στοιχείων ότι φιλοξενούν ευάλωτα στα αιολικά πάρκα, και απειλούμενα είδη πτηνών, καθώς και άλλους οργανισμούς που αποδεδειγμένα αντιμετωπίζουν πρόβλημα, όπως οι νυχτερίδες. Στην κατηγορία αυτή συγκαταλέγονται προφανώς όλες ή σχεδόν όλες οι Ζώνες Ειδικής Προστασίας, οι οποίες με βάση την Ευρωπαϊκή και την Ελληνική νομοθεσία εξ’ ορισμού περιλαμβάνουν τα κρίσιμα ενδιαιτήματα των απειλούμενων ειδών πτηνών της Ε.Ε. Ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να δίνεται όπως είναι φυσικό στις ΖΕΠ που θεωρούνται σημαντικές ως μεταναστευτικά περάσματα.
Εκ των πραγμάτων, οι ΖΕΠ, όπως και οι Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά (ΙΒΑ) που πληρούν τα κριτήρια για να κηρυχθούν μελλοντικά ως ΖΕΠ, θα έπρεπε να εξαιρούνται από τους χώρους εγκατάστασης αιολικών πάρκων. Αυτό θα περιόριζε σε μεγάλο βαθμό τις δυνητικές επιπτώσεις στα πουλιά, θα προστάτευε τους καλοπροαίρετους επενδυτές από καθυστερήσεις, νομικές περιπέτειες, και τη γενικότερη αβεβαιότητα της επένδυσης, ενώ θα εξοικονομούσε για τον Έλληνα φορολογούμενο το ιδιαίτερα σημαντικό κόστος της απασχόλησης πολλών στελεχών της δημόσιας διοίκησης στις διαδικασίες περιβαλλοντικής αδειοδότησης έργων που εκ των πραγμάτων, θα έπρεπε να απορρίπτονται χωρίς δεύτερη σκέψη. Για την υπόλοιπη επικράτεια, θα πρέπει να ακολουθείται η προβλεπόμενη διαδικασία περιβαλλοντικής εκτίμησης, ώστε να αναλύονται και να αξιολογούνται οι ενδεχόμενες επιπτώσεις από την εγκατάσταση και λειτουργία του πάρκου πριν αποφασιστεί αν θα δοθεί η περιβαλλοντική αδειοδότηση.
Και τι θα πρέπει να γίνεται στις εκτός ΖΕΠ περιοχές για τις οποίες δεν υπάρχουν επαρκή επιστημονικά δεδομένα, σε σχέση με είδη και οικοσυστήματα; Πως μπορεί να διασφαλιστεί ότι οι διαδικασίες που θα ακολουθούνται θα είναι επαρκείς ώστε να μην θιγούν τα ευαίσθητα οικοσυστήματα και είδη που πιθανά υπάρχουν εκεί; Με βάση την αρχή της πρόληψης, η άγνοια δεν αποτελεί δικαιολογία για τη μη λήψη μέτρων. Εδώ μπαίνει η ανάγκη εκπόνησης της Ειδικής Ορνιθολογικής Μελέτης στο πλαίσιο της διαδικασίας περιβαλλοντικής εκτίμησης του έργου. Η μελέτη αυτή, εάν εκπονείται με βάση σωστές προδιαγραφές, μπορεί να οδηγήσει στην ορθή ορνιθολογική αξιολόγηση των υποψήφιων περιοχών, αποτρέποντας έτσι ανεπανόρθωτες περιβαλλοντικές βλάβες. Σε επόμενες σελίδες του αφιερώματος παρουσιάζονται οι προτάσεις της Ορνιθολογικής για τις προδιαγραφές αυτών των μελετών.
Ας μην ξεχνάμε ότι με βάση το Άρθρο 6 της Οδηγίας των Οικοτόπων, που έχει ισχύ σε όλες τις περιοχές του δικτύου Natura (και στις ΖΕΠ), η διοίκηση οφείλει να λαμβάνει μέτρα για την αποφυγή της υποβάθμισης των περιοχών του δικτύου (παράγραφος 2 του άρθρου). Κάθε έργο που δεν σχετίζεται άμεσα με τη διαχείριση του Τόπου Κοινοτικής Σημασίας, θα πρέπει να εκτιμάται δεόντως σε σχέση με τις επιπτώσεις στον τόπο και στο αντικείμενο διατήρησής του (παράγραφος 3). Η εκπόνηση της Ειδικής Ορνιθολογικής Μελέτης, θα έπρεπε λοιπόν να αποτελεί μέρος της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης για όλες τις περιοχές του δικτύου Natura και όχι μόνο για τις ΖΕΠ, όπως προβλέπει το Χωροταξικό.
Το γιατί προκύπτει από το παρακάτω χαρακτηριστικό παράδειγμα: Πολλά από τα νησιά και ακατοίκητες νησίδες της χώρας μας, περιλαμβάνονται στο δίκτυο Natura, τα περισσότερα όμως όχι. Το ίδιο ισχύει για το θαλάσσιο περιβάλλον. Εάν δεν λάβουμε υπόψη την αξία νησιών, βραχονησίδων και του θαλάσσιου χώρου τους για το φυσικό περιβάλλον, η πρόταση δημιουργίας αιολικών πάρκων σε αυτά, φαντάζει εξαιρετικά λογική. Δυστυχώς, ζούμε σε μια χώρα όπου η έρευνα για τη βιοποικιλότητα συνεχίζει να εξελίσσεται μακριά από την κοινωνία. Είναι επόμενο λοιπόν, ακόμη και καταρτισμένοι και καλοπροαίρετοι άνθρωποι της διοίκησης, να αγνοούν την αξία των οικοσυστημάτων του Αιγαίου, για τη βιοποικιλότητα όχι μόνο της χώρας μας αλλά ολόκληρης της Ευρώπης.
Εάν πραγματικά έχει κάτι μοναδικό να συνεισφέρει η Ελλάδα στον φυσικό πλούτο της Ευρώπης, είναι πρώτα και κύρια τα οικοσυστήματα και η βιοποικιλότητα του νησιωτικού χώρου, ιδιαίτερα των βραχονησίδων που κυριολεκτικά αποτελούν κάποια από τα τελευταία αδιατάρακτα οικοσυστήματα της ηπείρου μας. Και η αξία τους δεν εξαντλείται στα πουλιά, ας μην ξεχνάμε ότι ο πατέρας της επιστήμης της νησιωτικής Βιογεωγραφίας ο MacArthur, ξεκίνησε την έρευνά του από τις νησίδες του Αιγαίου. Είναι κρίμα το ότι αυτή τη στοιχειώδη επίγνωση της οικολογικής αξίας των συγκεκριμένων βιοτόπων δεν την έχει ούτε η επίσημη ελληνική πολιτεία (!), η οποία στο ειδικό χωροταξικό για τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειες αντιμετωπίζει τις νησίδες του Αιγαίου κυριολεκτικά σαν πλατφόρμες εγκατάστασης αιολικών πάρκων. Η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία σκοπεύει να αντιδράσει στην κατάσταση αυτή. Είμαστε χώρα μοναδική για το φυσικό της περιβάλλον, ιδιαίτερα το νησιωτικό, ας μην το καταστρέψουμε στο βωμό της "πράσινης" ανάπτυξης.
Τάσος Δημαλέξης
Επιστημονικός Διευθυντής Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας