Τσίφτης, Ξεφτέρι, Σαΐνι, Αητός είναι λέξεις που συχνά χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε κάποιον άνθρωπο έξυπνο, ικανό, ευέλικτο. Τα αρπακτικά μας εντυπωσιάζουν και με τα ονόματά τους δηλώνουμε θαυμασμό για τη σβελτάδα, την ακρίβεια και τη γρηγοράδα των αντανακλαστικών τους. Και ακόμη όταν λέμε για κάποιον ότι πιάνει πουλιά στον αέρα περιγράφουμε κυριολεκτικά τον τρόπο με τον οποίο τα γεράκια κυνηγούν.
Η γοητεία που τα περιβάλει όμως δεν είναι αρκετή για να προστατεύσει τα αρπακτικά. Σήμερα οι πληθυσμοί των περισσότερων από τα 25 είδη αρπακτικών που φωλιάζουν στην Ελλάδα μειώνονται ενώ ορισμένα βρίσκονται στα όρια της εξαφάνισης από τη χώρα μας. Δύο είναι οι βασικοί λόγοι για αυτό. Ο ένας αφορά την υποβάθμιση των βιοτόπων τους και την ελλάτωση της φυσικής τους λείας. Ο άλλος είναι η καταδίωξη από τον άνθρωπο που μολονότι παράνομη συνεχίζεται.
Μετρώντας τα είδη αρπακτικών που βρίσκονται στην Ελλάδα το χειμώνα και τους περαστικούς επισκέπτες κατά τη μετανάστευση, συνολικά στην χώρα μας υπάρχουν 36 είδη αρπακτικών. Ποικίλουν πολύ σε μέγεθος και εμφάνιση. Όλα όμως μοιράζονται κάποια βασικά χαρακτηριστικά που τα κάνει μια τόσο ξεχωριστή οικογένεια.
Απιαστοι κυνηγοί
Η προσαρμογή των έμβιων όντων στο περιβάλλον τους είναι ένας από τους βασικούς μηχανισμούς της φύσης. Η φυσική επιλογή στα αρπακτικά ανέδειξε ανατομία τέτοια που να ανταποκρίνεται στη ζωή ενός κυνηγού.
Αυτό γιατί ο κύριος ρόλος των αρπακτικών στην φύση είναι ο έλεγχος και η εξυγίανση των πληθυσμών ζώων που βρίσκονται πιο χαμηλά στην τροφική αλυσίδα.
Για παράδειγμα ένας Χρυσαετός μπορεί να περιλάβει στο διαιτολόγιο του το 20 τοις εκατό των λαγών της επικράτειάς του, μεγάλο μέρος των οποίων είναι ασθενικά και γέρικα ζώα. Έτσι τα αρπακτικά βοηθούν στον έλεγχο των ασθενειών και στην επίτευξη οικολογικής ισορροπίας στην φύση.
Το ράμφος, η όραση, η πέψη κι οι φτερούγες των αρπακτικών τα διαφοροποιούν από άλλα πουλιά και τα κάνουν ικανούς κυνηγούς.
Πανίσχυρη πέψη
Με τους ισχυρούς μηχανισμούς πέψης που διαθέτουν, ορισμένα αρπακτικά μπορούν να κάνουν πλήρη αξιοποίηση της λείας για να τραφούν. Τα περισσότερα είδη διαθέτουν ιδιαίτερα όξινα πεπτικά υγρά, με ακραίες περιπτώσεις κάποια αφρικανικά είδη γύπα (πχ Gyps africanus) ή τον γνωστό Γυπαετό (Gypaetus barbatus), το στομάχι των οποίων έχει εντελώς όξινες εκκρίσεις (pH = 1). Η υψηλή αυτή οξύτητα είναι απαραίτητη για τη διάλυση σκληρών τροφών όπως δέρμα, κόκαλα κλπ.
Εκτός από το ότι διαλύουν την τροφή πολύ καλά, τα αρπακτικά έχουν και εξαιρετική ικανότητα χώνευσης. Τα ποσοστά αφομοίωσης της τροφής είναι ασυνήθιστα υψηλά, κατά πολύ μεγαλύτερα από αυτά του ανθρώπινου οργανισμού. Για παράδειγμα, στον Γύπα του Ακρωτηρίου (Gyps coprotheres) της Νοτίου Αφρικής, το ποσοστό αυτό φθάνει το 86,2 τοις εκατό.
Αλλά και σε ισχνούς καιρούς ορισμένα αρπακτικά φαίνεται πως διαθέτουν μηχανισμούς για να επιβιώνουν με λιγοστή τροφή. Όπως διαπιστώθηκε στα Όρνια (Gyps fulvus) μετά από έλλειψη τροφής η θερμοκρασία του σώματος πέφτει το βράδυ κατά τέσσερις έως έξι oC, ή δηλαδή επιβραδύνεται ο μεταβολισμός τους. Ο μηχανισμός αυτός που ενεργοποιείται μετά από δέκα ημέρες νηστεία κάνει τα πουλιά να μπορούν να επιβιώσουν χωρίς τροφή για μεγάλα χρονικά διαστήματα που μπορεί να φτάνουν και τις 15 – 20 μέρες.
Μάτι αρπακτικού
Καθώς κυνηγούν από μεγάλη απόσταση η δυνατή όραση είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση των αρπακτικών. Όλα τα είδη έχουν αναπτυγμένη ικανότητα να διακρίνουν μικροσκοπικά αντικείμενα σε αποστάσεις πολύ μεγαλύτερες από ότι ο άνθρωπος. Ο Πετρίτης (Falco peregrinus), είδος γερακιού, μπορεί να κυνηγά κάτι που ο άνθρωπος θα έβλεπε μόνο με κυάλια.
Από μετρήσιμα στοιχεία της ανατομίας του ματιού των αρπακτικών φαίνεται ότι έχουν φυσικές προδιαγραφές για πολύ δυνατότερη όραση σε σχέση με τον άνθρωπο. Έτσι η Γερακίνα (Buteo buteo) διαθέτει οκτώ φορές περισσότερα οπτικά κύτταρα ανά τετραγωνικό χιλιοστό από τον άνθρωπο, πράγμα που δηλώνει καλύτερη όραση.
Τα μάτια των αρπακτικών βρίσκονται σχετικά μπροστά στο κεφάλι γεγονός που τους δίνει καλή μπροστινή όραση σε πεδίο 35-50Ί . Έτσι χρησιμοποιούν και τα δυο μάτια δηλαδή αντιλαμβάνονται στερεοσκοπικά το μπροστινό πεδίο γεγονός που επιτρέπει στα αρπακτικά να κρίνουν με ακρίβεια αποστάσεις και ταχύτητα.
Εκτός από την ισχυρή μπροστινή όραση, τα αρπακτικά βλέπουν και στο πλάι με ένα μόνο μάτι. Η μονοφθαλμική αυτή όραση είναι λιγότερο ακριβής αλλά επιτρέπει στα πουλιά να βλέπουν ταυτόχρονα μεγάλο εύρος πεδίου. Πουλιά όπως οι πάπιες μπορούν να δουν ακόμη και πίσω από το κεφάλι τους. Αντίθετα η μονοφθαλμική όραση των αρπακτικών που δεν απειλούνται από άλλους κυνηγούς, δεν είναι τόσο ανεπτυγμένη κι αφήνει ένα τυφλό σημείο, περίπου 20 μοιρών, πίσω από το κεφάλι τους στο οποίο πρέπει να στραφούν για να δουν.
Φτερούγες
Οι φτερούγες των αρπακτικών έχουν προσαρμοστεί σε δύο γενικούς τύπους πράγμα που εξυπηρετεί διαφορετικούς τρόπους κυνηγιού.
Οι μεγάλες φτερούγες εκμεταλλεύονται κυρίως τα ρεύματα του αέρα για παθητική πτήση. Μεγάλες φτερούγες έχουν έτσι οι Γύπες που ξεχωρίζουν για την ικανότητά τους να ανεμοπορούν για πολλές ώρες με πολύ μικρή κατανάλωση ενέργειας μέχρι να βρουν τροφή. Αυτό το πετυχαίνουν χρησιμοποιώντας μερικές φορές φυσαλίδες θερμού αέρα που έχει την τάση να ανέρχεται. Αφού ανέβουν, πετώντας κυκλικά (ανεμοπορία), κατόπιν τα πουλιά γλιστρούν με ακίνητες φτερούγες, χάνοντας ύψος (πλανάρισμα).
Ο άλλος τύπος φτερούγας είναι στενότερος και με λιγότερο στρογγυλή άκρη κι είναι κατάλληλος για γρήγορες ταχύτητες κι ενεργητική πτήση. Τέτοιες μικρότερες φτερούγες έχουν για παράδειγμα οι Πετρίτες, γεράκια που πιάνουν πάντοτε πουλιά στον αέρα.
Ράμφος
Όλα τα αρπακτικά έχουν γυρτό μυτερό ράμφος που τα βοηθά να κόβουν τη λεία που πιάνουν για να τραφούν. Πτωματοφάγα είδη όπως τα Όρνια χρειάζονται μεγάλο ράμφος που είναι κατάλληλο για πτώματα σχετικά μεγάλων ζώων όπως αιγοπρόβατα. Για αρπακτικά όπως τα γεράκια όμως, που κυνηγούν μικρά πουλιά, είναι χρησιμότερο το μικρό ράμφος.