Θέσεις και σχόλια της Ορνιθολογικής στα πλαίσια της δημόσιας διαβούλευσης για το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο των Α.Π.Ε.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Ορνιθολογική, ως Περιβαλλοντική ΜΚΟ, που εδώ και 25 έτη αγωνίζεται για την προστασία της ελληνικής φύσης, αλλά και ως εθνικός εταίρος της BirdLife International, της μεγαλύτερης παγκόσμιας ομοσπονδίας με σημαντική συνεισφορά στην προώθηση της προστασίας της βιοποικιλότητας του πλανήτη μας, είναι απολύτως σύμφωνη με το στρατηγικό στόχο που έχει θέσει η ΕΕ για τα Κράτη-Μέλη, για σταδιακή αύξηση του ποσοστού παραγόμενης ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές. Όμως θεωρεί ότι ο στόχος αυτός δεν θα πρέπει να βρίσκεται σε αντιδιαστολή με τον άλλο στόχο που έχει θέσει η ΕΕ, για αναστροφή της τάσης μείωσης της βιοποικιλότητας, μέχρι το 2010.
Η υιοθέτηση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τη χωροθέτηση των υποδομών εκμετάλλευσης ΑΠΕ είναι κατ' αρχή μία πολύ θετική ενέργεια προς την κατεύθυνση της οργάνωσης των σχετικών διαδικασιών, θα πρέπει όμως να βελτιωθεί σε ορισμένα σημεία, ώστε η εφαρμογή του σχεδίου να αποτελέσει πραγματική δέσμευση για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.
Όπως αναφέρει και το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο «αν και τα έργα ΑΠΕ μπορεί να χαρακτηριστούν κατ' αρχήν ως δραστηριότητες φιλικές προς το περιβάλλον, εν τούτοις δεν στερούνται παντελώς επιπτώσεων σε αυτό».
Μεταξύ δε των στόχων του συγκαταλέγεται «η καθιέρωση κανόνων και κριτηρίων χωροθέτησης που θα επιτρέπουν αφενός τη δημιουργία βιώσιμων εγκαταστάσεων αιολικής ενέργειας και αφετέρου την αρμονική ένταξή τους στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον και στο τοπίο».
Η Ορνιθολογική πιστεύει ότι στόχος της Ελληνικής Πολιτείας, καθώς και όλων των εμπλεκόμενων φορέων, θα πρέπει να είναι η εναρμόνιση των πολιτικών και παρεμβάσεων, για τη μεγιστοποίηση των αναμενόμενων περιβαλλοντικών ωφελειών από τις Α.Π.Ε. σε πλανητικό και εθνικό επίπεδο, με ταυτόχρονη όμως ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων στη φύση και στο τοπίο σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, μέσα από συναινετικές διαδικασίες, που θα λαμβάνουν υπόψη και τη στάση των τοπικών κοινωνιών. Οποιαδήποτε μονοδιάστατη προσέγγιση υποθηκεύει το φυσικό περιβάλλον σημαντικών για τη βιοποικιλότητα περιοχών, στο βωμό της επίτευξης στόχων που σήμερα φαίνονται μεγάλοι και επείγοντες, σε μερικές όμως δεκαετίες μπορεί να θεωρούνται ξεπερασμένοι, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Θα ήταν οξύμωρο, για μία ακόμη φορά, το φυσικό περιβάλλον να κληθεί να πληρώσει τις τραγικές ανεπάρκειες του μοντέλου ανάπτυξης που ακολουθούμε ως κοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες, δεχόμενο τις συνέπειες των «επανορθωτικών» παρεμβάσεών μας, μπροστά στο φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής. Η επιβάρυνση που δέχεται η βιοποικιλότητα από την τελευταία είναι ήδη σοβαρή και δεν υπάρχουν περιθώρια για παραπέρα υποβάθμιση.
Η αλλοίωση του τοπίου και του περιβάλλοντος από την ανάπτυξη των ΑΠΕ και ιδίως των αιολικών πάρκων θα είναι πρωτοφανής σε έκταση, μάλιστα σε μικρό διάστημα. Ποτέ στα ελληνικά δεδομένα δεν έχει δρομολογηθεί τόσο ευρεία και μεγάλη ανάπτυξη βιομηχανικών μονάδων σε όλη την ύπαιθρο και μάλιστα σε διάστημα λίγων ετών.
Για την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων στη βιοποικιλότητα της χώρας μας από την εγκατάσταση Αιολικών Πάρκων, ο χωροταξικός σχεδιασμός θα πρέπει να επικεντρωθεί σε δύο κυρίως ζητήματα:
α) στην προστασία όλων των περιβαλλοντικά ευαίσθητων περιοχών, θεσμοθετημένων ή μη, η κατάσταση διατήρησης των οποίων θα μπορούσε να υποβαθμιστεί ανεπανόρθωτα από την εγκατάσταση αιολικών πάρκων (π.χ. Τόποι Κοινοτικής Σημασίας, Ζώνες Ειδικής Προστασίας, αλλά και Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά, Τοπία Φυσικού Κάλλους) με αποκλεισμό της δημιουργίας Αιολικών Πάρκων σε αυτές και
β) την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος των λοιπών περιοχών, με υιοθέτηση κατάλληλων, διεθνώς παραδεκτών μεθόδων και τεχνικών εκτίμησης και ελαχιστοποίησης των επιπτώσεων από τα συγκεκριμένα έργα.
Στις επόμενες παραγράφους αναλύονται οι απόψεις της ΕΟΕ για επιμέρους ζητήματα που θα πρέπει να τροποποιηθούν στο προτεινόμενο χωροταξικό σχέδιο.
2. ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΖΩΝΕΣ ΑΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑΣ
Στις περιοχές αποκλεισμού, με βάση την κοινή λογική θα πρέπει να περιλαμβάνονται οι πολύ σημαντικές περιοχές, όσον αφορά στην κοινωνία, στην οικονομία, στον πολιτισμό και στο περιβάλλον, οι λειτουργίες των οποίων θα μπορούσαν να πληγούν ανεπανόρθωτα από την χωροθέτηση Αιολικών Πάρκων σε αυτές. Οι προτεινόμενες όμως από το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο περιοχές αποκλεισμού διέπονται προφανώς από κάποιο άλλο σκεπτικό, αφού από τη μία συμπεριλαμβάνουν στις ζώνες αποκλεισμού, περιοχές με σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες (ΠΟΤΑ, θεματικά πάρκα, τουριστικούς λιμένες, αγροτικές περιοχές υψηλής παραγωγικότητας, λατομικές και εξορυκτικές ζώνες), και από την άλλη δεν περιλαμβάνεται η πλειοψηφία των πολύτιμων για τη φύση και τη βιοποικιλότητα περιοχών.
Με τη λογική αυτή, οι Αιολικές εγκαταστάσεις θεωρούνται ως μία οχλούσα βιομηχανική δραστηριότητα, μεγάλης κλίμακας, που γενικά μπορεί να υποβαθμίσει με την παρουσία της οικιστικά και οικονομικά σημαντικές ζώνες και για το λόγο αυτό εξοβελίζονται μακριά από αυτές. Από την άλλη πλευρά όμως, δεν θεωρούνται τόσο οχλούσες ώστε να επηρεάζουν τις πολύτιμες περιβαλλοντικά περιοχές και για το λόγο αυτό σε αυτές δεν αποκλείεται η χωροθέτηση.
Η Ορνιθολογική πιστεύει ότι, ως ένας από τους πλέον αποδοτικούς τρόπους αξιοποίησης ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, οι αιολικές εγκαταστάσεις δεν θα πρέπει να θεωρούνται «ρυπαρές», «αντιαισθητικές» ή ασύμβατες με την οικιστική και οικονομική δραστηριότητα. Ως ήπιες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, οι οποίες μάλιστα δεν παράγουν ρύπους, θα έπρεπε να μπορούν να χωροθετηθούν πιο κοντά στον άνθρωπο, κοντά στα υφιστάμενα δίκτυα υποδομής, ώστε να ελαχιστοποιούνται και οι διόλου ευκαταφρόνητες περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τις υποστηρικτικές υποδομές.
Εφόσον όμως θεωρούνται βιομηχανικές εγκαταστάσεις, δεν θα έπρεπε να χωροθετούνται σε πολύτιμες φυσικές περιοχές, οι λειτουργίες των οποίων θα μπορούσαν να πληγούν ανεπανόρθωτα από την εγκατάσταση και λειτουργία των Αιολικών Πάρκων.
Παρακάτω επισημαίνονται τα επιμέρους προβλήματα.
1. Προστατευόμενες Περιοχές
Παρά το γεγονός ότι η αρχή της πρόληψης (precautionary principle) έχει σήμερα ιδιαίτερο ειδικό βάρος στην περιβαλλοντική πολιτική της Ε.Ε., οδηγώντας τις προσπάθειες περιβαλλοντικής προστασίας από την αποκατάσταση, καταστολή ή αποτροπή, στην πρόληψη των περιβαλλοντικών κινδύνων, το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο δεν φαίνεται να την ενσωματώνει όσο θα έπρεπε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποστασιοποίησης από την αρχή της πρόληψης, αποτελεί η περίπτωση του δικτύου Natura. Αν και ορθώς, στις περιοχές αποκλεισμού συγκαταλέγονται οι «Περιοχες Απόλυτης Προστασίας της Φύσης» και οι «Περιοχές Προστασίας της Φύσης», δεν προτείνεται εξαίρεση από τις περιοχές αποκλεισμού αιολικών εγκαταστάσεων, των περιοχών του δικτύου Natura για τις οποίες δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί οι προβλεπόμενες από τον Ν. 1650/1986 διαδικασίες ζωνοποίησης και θεσμοθέτησης της προστασίας. Αυτό σημαίνει ότι για τις περιοχές αυτές, δηλαδή για την πλειοψηφία των 239 Τόπων Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) και των 151 Ζωνών Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ), για τις οποίες δεν έχει σήμερα ολοκληρωθεί η προβλεπόμενη διαδικασία (Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη και Προεδρικό Διάταγμα) και επομένως δεν έχουν καθοριστεί ενδεχόμενες «Ζώνες Απόλυτης Προστασίας της Φύσης» ή «Ζώνες Προστασίας της Φύσης», δεν προβλέπεται εξαίρεση από τις εγκαταστάσεις αιολικών, αν και υπάρχει σημαντική πιθανότητα ή/και βεβαιότητα ότι με την ολοκλήρωση της διαδικασίας θα προκύψουν αρκετές περιοχές αποκλεισμού σε ΤΚΣ και ΖΕΠ, λόγω της περιβαλλοντικής τους αξίας και ευαισθησίας. Με απλά λόγια, στην παρούσα φάση δεν γνωρίζουμε πόσες από αυτές τις περιοχές θα κηρυχθούν μελλοντικά Εθνικά Πάρκα ή Περιοχές Προστασίας της Φύσης. Αποτέλεσμα της υιοθέτησης της προτεινόμενης από το χωροταξικό προσέγγισης θα ήταν η ανεπανόρθωτη καταστροφή ή υποβάθμιση κάποιων από τις περιοχές αυτές, κάτι που προφανώς καταστρατηγεί την αρχή της πρόληψης.
Για την καθυστέρηση της διαδικασίας εφαρμογής του Ν. 1650/86, σίγουρα την ευθύνη δεν την έχουν ούτε οι Προστατευόμενες Περιοχές, ούτε η βιοποικιλότητά τους. Γιατί να υποστούν τις συνέπειες;
Με βάση την αρχή της πρόληψης, παρόμοια αντιμετώπιση με τις περιοχές του δικτύου Natura θα πρέπει να τυγχάνουν και όσες άλλες περιοχές, όπως οι Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά, που αν και πληρούν τα κριτήρια της Οδηγίας 79/409 για την προστασία των Πτηνών, δεν έχουν ακόμη ενταχθεί στο δίκτυο.
Σε ότι αφορά στους Εθνικούς Δρυμούς θεωρούμε επιβεβλημένη την απόλυτη εξαίρεσή τους από την χωροθέτηση αιολικών μονάδων.
Πέραν του ζητήματος των Προστατευόμενων Περιοχών του δικτύου Natura, το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο επιτρέπει την ανάπτυξη Αιολικών Πάρκων εντός δασών και δασικών ακόμα και εθνικών δρυμών (με την εξαίρεση του πυρήνα τους). Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι τα δασικά οικοσυστήματα έχουν από μόνα τους σημαντική οικολογική αξία. Γι αυτό, θα πρέπει η εγκατάσταση Αιολικών Πάρκων εντός δασικών εκτάσεων να γίνεται κατ' εξαίρεσιν και μετά από σοβαρή εξέταση εναλλακτικών λύσεων. Σε ό,τι αφορά τα δάση, πρέπει να προταθεί η απαγόρευση εγκατάστασης και χωροθέτησης ολόκληρων μονάδων - σταθμών και να επιτρέπεται μόνο η εγκατάσταση συγκεκριμένου μικρού αριθμού γεννητριών από σταθμό ενέργειας που βρίσκεται σε ευρύτερη περιοχή, όταν κάτι τέτοιο αιτιολογημένα δεν μπορεί να αποφευχθεί. Ας μη λησμονούμε ότι εγκατάσταση αιολικών μονάδων συνεπάγεται μεγάλα συνοδά έργα, ιδίως διάνοιξη δρόμων, επομένως διευκόλυνση της λαθροθηρίας, περαιτέρω υποβάθμιση οικοτόπων και ενδιαιτημάτων, αλλά και «παράθυρα» για την αδειοδότηση νέων χρήσεων γης εντός των δασών.
2. Ζώνες Ειδικής Προστασίας
Οι Ζώνες Ειδικής Προστασίας και οι σχετιζόμενες με αυτές Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά, αποτελούν ζωτικής σημασίας περιοχές για την επιβίωση των σπάνιων και απειλούμενων ειδών πτηνών της Ε.Ε. και έχουν επιλεγεί με βάση αυστηρά επιστημονικά κριτήρια και πολύχρονες καταγραφές. Οι περιοχές αυτές έχουν προσδιοριστεί και οριοθετηθεί με βάση την αρχή της συμπερίληψης των απολύτως απαραίτητων βιοτόπων (των κρίσιμων ενδιαιτημάτων) για τα απειλούμενα είδη. Εξ ορισμού και με βάση την Οδηγία 79/409, οι ΖΕΠ συνιστώνται από τα κρίσιμα ενδιαιτήματα των ειδών πτηνών προτεραιότητας και για το λόγο αυτό θα έπρεπε να περιλαμβάνονται στις περιοχές αποκλεισμού. Η αντιμετώπιση που τυγχάνουν οι περιοχές αυτές από το προτεινόμενο Ειδικό Χωροταξικό, παρουσιάζει δυσαναλογία σε σχέση με εκείνη των οικοτόπων προτεραιότητας. Ενώ οι οικότοποι προτεραιότητας ορθά περιλαμβάνονται στις περιοχές αποκλεισμού αιολικών εγκαταστάσεων, αφού ενδεχόμενες κατασκευές θα μπορούσαν να βλάψουν αυτούς τους πολύτιμους και σπάνιους βιοτόπους ανεπανόρθωτα, δεν ισχύει η ίδια πρόβλεψη και για τα κρίσιμα ενδιαιτήματα των ειδών προτεραιότητας. Όμως από την Οδηγία 92/43 δεν προκύπτει τέτοια διαφοροποίηση στην αντιμετώπιση.
Τα κρίσιμα ενδιαιτήματα των ειδών προτεραιότητας, είναι αποφασιστικής σημασίας για τη διατήρησή των απειλούμενων πτηνών και θα έπρεπε να τυγχάνουν όμοιας αντιμετώπισης με τους οικοτόπους προτεραιότητας. Θεωρούμε λανθασμένη και ετεροβαρή την διαφοροποίηση μεταξύ οικοτόπων προτεραιότητας και βιοτόπων ειδών προτεραιότητας, όπως είναι οι ΖΕΠ.
Να θυμίσουμε ότι το δίκτυο Natura 2000 αποτελείται τόσο από τους ΤΚΣ, όσο και από τις ΖΕΠ και οι κανονιστικές διατάξεις για τις επιπτώσεις αναπτυξιακών έργων και δραστηριοτήτων που απορρέουν από το �ρθρο 6 της Οδηγία 92/43ΕΟΚ, ισχύουν στο ακέραιο και για τις ΖΕΠ.
Στους επισυναπτόμενους Χάρτες 1 έως 8 απεικονίζονται οι Ζώνες Ειδικής Προστασίας καθώς και οι Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας, που έχουν αναγνωριστεί με βάση τα κριτήρια της BirdLife International που αφορούν σε περιοχές όπου παρατηρούνται: συγκεντρώσεις ειδών παγκόσμιου ενδιαφέροντος από άποψης διατήρησης (Κριτήριο C1), απειλούμενων σε επίπεδο Ε.Ε. (Κριτήριο C2), συναθροίσεις αποδημητικών ειδών (Κριτήριο C3), μεγάλες συναθροίσεις (Κριτήριο C4) και μεταναστευτικά περάσματα συναθροιστικών ειδών (Κριτήριο C5).
3. Μεταναστευτικά Περάσματα
Οι περιοχές που είναι σημαντικά μεταναστευτικά περάσματα της ορνιθοπανίδας, ή φιλοξενούν μεγάλες συγκεντρώσεις πτηνών (π.χ. υγρότοποι Ραμσάρ) θεωρούνται οι πλέον ευάλωτες στην εγκατάσταση αιολικών πάρκων, αφού οι αριθμοί των πτηνών είναι μεγάλοι και η έλλειψη εξοικείωσής τους με το χώρο επηρεάζει αρνητικά τους μηχανισμούς αποφυγής των εμποδίων. Λόγω των τεχνικών δυσκολιών που παρουσιάζει η έρευνα της μετανάστευσης και των ιδιαίτερων απαιτήσεων σε εξειδικευμένο εξοπλισμό, τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα δεδομένα για τη χώρα μας δεν είναι δυστυχώς επαρκή για να ποσοτικοποιηθούν οι πληθυσμοί των πτηνών που μεταναστεύουν πάνω από συγκεκριμένες ζώνες και να αναγνωρισθούν με ακρίβεια οι ζώνες και τα υψόμετρα διέλευσής τους εποχιακά. Επομένως, με εξαίρεση ελάχιστες περιοχές της χώρας μας, όπως οι χερσόνησοι της Νότιας Πελοποννήσου, τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα, το Δέλτα του Έβρου και το ανατολικό τμήμα του Ν. Έβρου, που με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία ήδη θεωρούνται ως σημαντικά μεταναστευτικά περάσματα, δεν είναι δυνατός στην παρούσα φάση ο ακριβής προσδιορισμός όλων των σχετικών ευάλωτων ζωνών.
Για να επιτευχθεί ο προσδιορισμός των σημαντικών μεταναστευτικών περασμάτων της χώρας μας, θα πρέπει να προηγηθεί διεξοδική καταγραφή της μετανάστευσης με χρήση διεθνώς παραδεκτών μεθόδων όπως οι καταγραφές με ραντάρ ή συσκευές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Οι σχετικές έρευνες για την τεκμηρίωση της χρήσης μιας περιοχής ως μεταναστευτικού περάσματος πρέπει να καλύπτουν τουλάχιστον δύο, ιδανικά τρεις ετήσιους κύκλους, ώστε να λαμβάνουν υπόψη τις διακυμάνσεις που παρατηρούνται μεταξύ ετών, τόσο κατά τη φάση σχεδιασμού του έργου, όσο και κατά τη φάση λειτουργίας του, με συνεχή χρήση αξιόπιστου τεχνολογικού εξοπλισμού (συσκευές ραντάρ ή υπέρυθρης ακτινοβολίας), σε 24ωρη βάση, για τουλάχιστον 25 ημέρες ετησίως. Με βάση τα ευρήματα των μελετών αυτών θα πρέπει να αποφασίζεται εάν θα αδειοδοτηθεί το Αιολικό Πάρκο, ποιος θα είναι ο τελικός σχεδιασμός του έργου και των συνοδευτικών του εγκαταστάσεων.
Στον επισυναπτόμενο Χάρτη Νο 9, παρατίθενται ενδεικτικά οι κυριότεροι μεταναστευτικοί διάδρομοι πάνω από την Ελλάδα.
4. Ακατοίκητες Νησίδες
Η προσέγγιση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου αντιμετωπίζει τις ακατοίκητες νησίδες ως απλές εξέδρες εγκατάστασης Αιολικών Πάρκων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη ότι αυτές συγκαταλέγονται στα πλέον ανεπηρέαστα και πολύτιμα οικοσυστήματα της χώρα μας, με μοναδικά στοιχεία σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Με την προσέγγιση αυτή δεν υπάρχει καμία ιδιαίτερη πρόβλεψη που να ξεχωρίζει ουσιαστικά τις νησίδες από τον θαλάσσιο χώρο. Όμως η ορνιθοπανίδα των ακατοίκητων νησίδων, ιδιαίτερα τα αρπακτικά πτηνά και τα θαλασσοπούλια, θεωρείται ιδιαίτερα ευάλωτη στις εγκαταστάσεις Αιολικών Πάρκων. Λόγω του μέχρι σήμερα αδιατάρακτου χαρακτήρα τους αλλά και εξαιτίας του μικρού τους μεγέθους, οι ακατοίκητες νησίδες που φιλοξενούν αποικίες ειδών προτεραιότητας, ιδιαίτερα όσες είναι μικρότερες των 5.000 στρεμμάτων, θεωρούνται εξαιρετικά ευαίσθητες σε παρεμβάσεις που αλλοιώνουν μόνιμα τις λειτουργίες του οικοσυστήματός τους. Η εξαίρεση των ακατοίκητων νησίδων από τις περιοχές αποκλεισμού, μπορεί να οδηγήσει σε ανεπανόρθωτη υποβάθμιση του φυσικού πλούτου της Ελλάδας.
Αν και η πληθώρα των νησίδων αυτών στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο και οι δυσκολίες προσέγγισής τους σε συγκεκριμένες εποχές του έτους, δεν έχουν επιτρέψει έως σήμερα την πλήρη καταγραφή της ορνιθολογικής τους αξίας, όποτε δόθηκε η ευκαιρία επαρκούς έρευνας την κατάλληλη εποχή του έτους, αποδείχθηκε ότι ο ορνιθολογικός τους πλούτος είναι πολλαπλάσιος των παλαιότερων εκτιμήσεων.
Επειδή η Ορνιθολογική μελετά εδώ και δεκαετίες την ορνιθοπανίδα του ελληνικού νησιωτικού χώρου, σε συνεργασία συχνά με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (προγράμματα προστασίας της φύσης όπως τα προγράμματα LIFE), έχει τη συμβατική υποχρέωση να ενημερώνει την τελευταία για ενδεχόμενη περιβαλλοντική ζημία προκληθεί από την ενδεχόμενη κατασκευή Αιολικών Πάρκων σε σημαντικές αποικίες ειδών προτεραιότητας. Σε περίπτωση που αυτό ζητηθεί από τα αρμόδια υπουργεία, η Ορνιθολογική είναι σε θέση να παραδώσει κατάλογο με τις ακατοίκητες νησίδες όπου με βάση τα πρόσφατα στοιχεία απαντώνται σημαντικές αποικίες πτηνών.
Σε ότι αφορά στο θαλάσσιο χώρο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι αν και αριθμός ακατοίκητων νησίδων περιλαμβάνεται σε Ζώνες Ειδικής Προστασίας ή σε Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά, πρόβλημα υπάρχει με τις γειτονικές στις νησίδες θαλάσσιες ζώνες, κρίσιμες για τη διατροφή των ειδών που φωλιάζουν στις νησίδες, αφού μέχρι σήμερα δεν έχουν προχωρήσει οι διαδικασίες αναγνώρισης και χαρακτηρισμού των Θαλάσσιων Προστατευόμενων Περιοχών (π.χ. Θαλάσσιες Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά). Θα πρέπει άμεσα να ξεκινήσει η σχετική διαδικασία, και οι σχετικές έρευνες, προκειμένου να προσδιοριστούν οι ευαίσθητες περιοχές, από όπου για προληπτικούς λόγους θα πρέπει να αποκλειστεί η εγκατάσταση Αιολικών Πάρκων.
Στον επισυναπτόμενο Χάρτη Νο 10 απεικονίζονται οι θέσεις νησίδων με σημαντικές αποικίες πτηνών.
3. ΕΙΔΙΚΗ ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
Σε ότι αφορά στην Ειδική Ορνιθολογική Μελέτη που προτείνεται, είναι πολύ σημαντικό να δημιουργηθεί εκείνο το πλαίσιο που θα διασφαλίζει την αντικειμενικότητα και διαφάνεια της διαδικασίας, ώστε αυτή να καταστεί αδιάβλητη και μη διαπραγματεύσιμη. Η έως σήμερα 20ετής εμπειρία από την εκπόνηση των ΜΠΕ έχει δείξει ότι η πίεση που ασκείται συνήθως κατά την εκπόνηση των μελετών, προέρχεται από την πλευρά των αναπτυξιακών έργων και των ομάδων συμφερόντων που σχετίζονται με αυτά, αφού δυστυχώς το φυσικό περιβάλλον δεν έχει φωνή και ψήφους. Δεν διευκρινίζεται πουθενά τι περιλαμβάνει η Ειδική Ορνιθολογική Μελέτη, πόσο θα διαρκεί, από ποιόν θα εκπονείται και με ποιες προδιαγραφές. Η Ορνιθολογική είναι σε θέση να προτείνει το περιεχόμενο μίας τέτοιας μελέτης, με βάση τις διεθνώς παραδεκτές πρακτικές, ώστε οι μελέτες να είναι ικανές να δώσουν απαντήσεις σε σοβαρά ερωτήματα, όπως είναι εκείνα της χωροθέτησης, της χωροδιάταξης αλλά και του σχεδιασμού του Αιολικού Πάρκου και των υποστηρικτικών υποδομών του, δηλαδή των οδών πρόσβασης και των δικτύων μεταφοράς ρεύματος, που και αυτά μπορεί να έχουν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην ορνιθοπανίδα, όσο και στην λοιπή βιοποικιλότητα, καθώς και στο τοπίο.
Για την ενίσχυση της χρησιμότητας και χρηστικότητας της ορνιθολογικής μελέτης, αυτή θα πρέπει να ξεκινά από το στάδιο της Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης (ΠΠΕ) και να ενσωματώνεται πλήρως στη διαδικασία εκπόνησης, δημοσιοποίησης και έγκρισης της ΜΠΕ.
Είναι αυτονόητο ότι στην εκπόνηση των ορνιθολογικών μελετών θα πρέπει να υιοθετηθεί η διεθνής πρακτική BACI (Before ? After Control Impact), μια σχεδόν τυποποιημένη μέθοδος έρευνας της αφθονίας των πτηνών πριν και μετά την εγκατάσταση του αιολικού πάρκου. Η διάρκεια της έρευνας πριν από την εγκατάσταση πρέπει να είναι τέτοια που να επιτρέπει να προσδιοριστούν επαρκώς η χρήση της περιοχής από τα είδη προτεραιότητας, και το αν και ποια είδη αναμένεται να επηρεαστούν αρνητικά από την εγκατάσταση του πάρκου. Η παρακολούθηση μετά την κατασκευή του έργου πρέπει να αφορά τόσο τις άμεσες όσο και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις από την λειτουργία του έργου.
Θα πρέπει επίσης να ληφθεί πρόνοια για όσες εγκαταστάσεις Αιολικών Πάρκων έχουν ήδη αδειοδοτηθεί χωρίς να έχει προηγηθεί η απαραίτητη ορνιθολογική διερεύνηση. Και στις περιπτώσεις αυτές θα έπρεπε να γίνει προσπάθεια εφαρμογής της μεθόδου BACI.
4. ΜΙΚΡΑ ΥΔΡΟΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ
Θέση της Ορνιθολογικής είναι ότι και για τα ΜΥΗΕ θα πρέπει να βελτιωθούν κάποια σημεία του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου.
Πιο συγκεκριμένα:
Αν και αναφέρεται στην ΚΥΑ «κατά κανόνα, τα ΜΥΗΕ λειτουργούν με την συνεχή παροχή του υδατορεύματος και έτσι δεν απαιτείται η κατασκευή ταμιευτήρων με την κατασκευή μεγάλων φραγμάτων, όπως συνήθως γίνεται στα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα» ακολουθούν προβλέψεις για φράγματα και αγωγούς εκτροπής.
Προτείνεται να θεωρηθούν Μικρά Υδροηλεκτρικά Έργα εκείνα στα οποία δεν δημιουργείται ταμιευτήρας. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ακολουθείται η διαδικασία αδειοδότησης που ακολουθείται για τα μεγάλα ΥΗΕ.
Να εξαιρεθούν από την κατασκευή σε περιοχές NATURA εκείνα τα YHE που περιλαμβάνουν φράγμα και εκτροπή του νερού.
Ο καθορισμός του ύψους των 15 MW για τον χαρακτηρισμό ενός έργου ως μικρό είναι αυθαίρετος. Οι διαστάσεις των έργων εκτροπής έως 3 χλμ και δυνατότητα συνολικής κατάληψης των 2/3 ενός ποταμού από ΥΗ έργα δίνουν μια εικόνα πλήρους αλλοίωσης του ποτάμιου οικοσυστήματος. Οι διαστάσεις αυτές θα πρέπει να μειωθούν κατά πολύ.
Δεν μπορεί να ολοκληρωθεί ο χωροταξικός σχεδιασμός για τα ΥΗΕ αν δεν ολοκληρωθούν οι ενέργειες που προβλέπονται στην οδηγία για τα νερά.
Η οικολογική παροχή νερού είναι αυθαίρετα οριζόμενη και δεν λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές ανάγκες των οικοσυστημάτων του ποταμού στην ζώνη εκτροπής και κατάντη. Το ποσοστό του 30% της μέσης θερινής παροχής που έχει οριστεί δεν έχει προκύψει από καμία μελέτη και αυτό είχε επισημανθεί εξαρχής από την Ορνιθολογική με επιστολές της στα αρμόδια υπουργεία. Με την ΚΥΑ επιχειρείται να μειωθεί και άλλο η ελάχιστη παροχή (το 30% του Σεπτεμβρίου είναι σαφώς μικρότερο του 30% της μέσης θερινής παροχής). Σε κάθε περίπτωση η ελάχιστη «οικολογική παροχή» θα πρέπει να διαμορφωθεί τουλάχιστον στο 50% της μέσης θερινής παροχής (ή 30λτ/δτ) και πάντα μετά από μελέτη στο πλαίσιο της οδηγίας για τα νερά, χωρίς εξαιρέσεις. Ο καθορισμός της ελάχιστης οικολογικής παροχής, μέχρι σήμερα, έδωσε στην πράξη το άλλοθι της πρότασης Περιβαλλοντικών Όρων, από τις ΜΠΕ που έχουν εκπονηθεί, ακριβώς αυτού του ποσοστού χωρίς να υπάρχει ουσιαστική αξιολόγηση των επιπτώσεων κατά περίπτωση.
Η διαπίστωση ότι η Ελλάδα βαθμολογείται με το μέγιστο δείκτη όσον αφορά την κατάσταση απειλής των αμφιβίων που αντικατοπτρίζει την κατάσταση των οικοσυστημάτων που συνδέονται με το γλυκό νερό (περιβαλλοντικός δείκτης αειφορίας) δεν αποτέλεσε στοιχείο διαπραγμάτευσης στην ΣΕΠΕ.
5. ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΙΚΑ
Θέση της Ορνιθολογικής είναι ότι θα πρέπει επιπρόσθετα στα προβλεπόμενα:
- Να μην επιτραπεί η εγκατάσταση μεγάλης έκτασης φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων σε περιοχές του δικτύου Natura.
- Η απαγόρευση εγκατάστασης να επεκταθεί και σε περιοχές Προστασίας της Φύσης (όχι μόνο Απόλυτης Προστασίας της Φύσης). Οι περιοχές αυτές έχουν εκ του νόμου σαν στόχο την προστασία της βιοποικιλότητας, Η διαφορά τους από τις Περιοχές Απόλυτης Προστασίας της φύσης είναι ότι σ' αυτές επιτρέπονται οι παραδοσιακές δραστηριότητες.
- Θα πρέπει να απαγορεύεται η εγκατάσταση σε περιοχές με δασική βλάστηση.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΖΕΠ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΕΝΤΟΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΑΙΟΛΙΚΗΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ
Περιοχές Αιολικής Προτεραιότητας
Περιοχή 1
Νομός Έβρου
Ο νομός Έβρου είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τα πουλιά. Στους προτεινόμενους δήμους εγκατάστασης αιολικών πάρκων αλλά και στους όμορους βρίσκονται τρεις από τους σημαντικότερους βιότοπους για τα πουλιά στην Ελλάδα. Πρόκειται για το Δέλτα του Έβρου (ΖΕΠ GR 1110006) το δάσος της Δαδιάς (ΖΕΠ GR 1110002) και το Νότιο Δασικό Σύμπλεγμα Έβρου (ΖΕΠ GR 1110009).
Νομός Ροδόπης
Επίσης στους προτεινόμενους δήμους του νομού Ροδόπης (Αρριανών και Κέχρου) εκτείνεται η κοιλάδα Φιλιούρι (ΖΕΠ GR 1130011).
Περιοχή 2
Νομός Ευβοίας
Στον δήμο Δύστίων βρίσκεται η ομώνυμη λίμνη (ΖΕΠ GR 2420008). Επιπλέον, στον ίδιο νομό(στους προτεινόμενους δήμους) βρίσκονται ακόμη 3 ΣΠΠΕ οι οποίες δεν έχουν χαρακτηριστεί ως ΖΕΠ. Πρόκειται για τις: όρος Όχη ( δήμοι Καρύστου, Μαρμαρίου και Κ. Καφηρέως), Δίρφης, Ξηροβούνι και ευρύτερη περιοχή (δήμοι Διρφύων και Κύμης) και όρος Καντήλι (δήμος Μεσσαπίων).
Νομός Βοιωτίας
Ο προτεινόμενος δήμος Αραχόβης περιλαμβάνει τμήμα του Εθνικού δρυμού Παρνασσού (ΖΕΠ GR 2410002).
Νομός Φθιώτιδας
Ο προτεινόμενος Δήμος Υπάτης περιλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα του όρους Οίτη (ZEΠ GR 2440007).
Νομός Φωκίδας
Ο προτεινόμενος Δήμος Λιδορικίου περιλαμβάνει τμήμα του όρους Γκιώνα ZEP GR 2450007).
Περιοχή 3
Νομός Λακωνίας
Οι προτεινόμενοι Δήμοι Ζάρακα Νιάτων, Μονεμβασιάς και Μολάων περιλαμβάνουν τα Όρη ανατολικής Λακωνίας (ΖΕΠ GR 2540007).