Η Κοκκινόχηνα (Branta ruficollis) είναι μία από τις μικρότερες σε μέγεθος αγριόχηνες του κόσμου: έχει μήκος σώματος 53-56 εκ., όσο δηλαδή μία Πρασινοκέφαλη (Anas Platyrhynchos), καθώς και μικρό κεφάλι και ράμφος, ενώ κατά τα άλλα διαθέτει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά των αγριόχηνων, δηλ. μυτερές, δυνατές φτερούγες και κοντά πόδια.
Ταυτόχρονα όμως, είναι ίσως το ομορφότερο είδος αγριόχηνας και ένα από τα πιο εντυπωσιακά πουλιά της Δυτικής Παλαιαρκτικής: το φτέρωμά της χαρακτηρίζεται από τις έντονες αντιθέσεις του μαύρου-άσπρου, ενώ το κάτω μέρος του λαιμού, η κοιλιά και τα μάγουλα έχουν καστανοκόκκινο-βυσσινί χρώμα, που, ως συνήθως, στα ενήλικα πουλιά, έχει πιο έντονες αποχρώσεις.
Ως προς τη συμπεριφορά της, η Κοκκινόχηνα μοιάζει πολύ με τις υπόλοιπες αγριόχηνες, αλλά είναι πολύ πιο ευκίνητη και γρήγορη όταν βόσκει, σπάνια δε τα κοπάδια πετούν σε σφηνοειδείς ή γραμμικούς σχηματισμούς.
Οι Κοκκινόχηνες φωλιάζουν στην Σιβηριανή Αρκτική τούνδρα, από το Δέλτα του ποταμού Ob , μέχρι τη χερσόνησο Taymyr στα ανατολικά, όπου αναπαράγεται η πλειοψηφία του πληθυσμού.
Ως βιότοπο φωλιάσματος τα πουλιά προτιμούν, χαμηλούς χωματόλοφους, συνήθως σε πρανή ποταμών ή λιμνών.
Έχει δε εξαιρετικό ενδιαφέρον η συμβίωσή τους με τους Πετρίτες (Falco peregrinus), ή τις Χιονογερακίνες (Buteo lagopus) που φωλιάζουν στις ίδιες ακριβώς θέσεις και που οι Κοκκινόχηνες χρησιμοποιούν ως "φύλακες" εναντίον άλλων αρπακτικών, που θα έθεταν σε κίνδυνο τους νεοσσούς τους, όπως π.χ. οι Αρκτικές Αλεπούδες (Alopex lagopus) κ.ά.
Μετά την ολοκλήρωση της πτερόρροιας και το ξεπέταγμα των μικρών, τα πουλιά αναχωρούν από την τούνδρα, περί τα μέσα του Σεπτέμβρη και αφού συγκεντρωθούν σε μεγάλα κοπάδια στο βόρειο Καζακστάν κ.α., αρχίζουν το ταξίδι προς τις περιοχές διαχείμανσης.
Πριν από λίγες δεκαετίες, ολόκληρος ο πληθυσμός του είδους ξεχειμώνιαζε γύρω από τη νότια Κασπία (Αζερμπαϊζάν, Ιράν κ.α.), αλλά σήμερα όλες οι Κοκκινόχηνες περνούν τους χειμώνες τους στους παράκτιους υγροτόπους της Ρουμανίας και βόρειας Βουλγαρίας. Εδώ συγκεντρώνεται ολόκληρος κυριολεκτικά ο παγκόσμιος πληθυσμός του είδους, που υπολογίζεται σε 70.000 άτομα.
Τον χειμώνα, οι Κοκκινόχηνες, αναμειγνύονται ειρηνικά με μεγάλα κοπάδια άλλων ειδών όπως οι Ασπρομέτωπες (Anser aldifronts), οι Σταχτόχηνες (A. anser) κ.ά., συχνάζουν δε σε ανοιχτές, επίπεδες εκτάσεις στις παρυφές μεγάλων (συνήθως παράκτιων) υγροτόπων, όπου κυριαρχούν οι καλλιέργειες χειμερινών σιτηρών, στις οποίες τρέφονται, βόσκοντας το χορτάρι με γρήγορες κινήσεις του ράμφους τους. Όπου βεβαίως ο βιότοπος είναι κατάλληλος, τρέφονται και σε φυσικά χορτολίβαδα με αγρωστώδη ή αλοφυτική βλάστηση, όπως η Salicornia κ.ά..
Στην Ελλάδα, οι Κοκκινόχηνες διαχειμάζουν τακτικά, όχι όμως κάθε χειμώνα, σε μικρούς αριθμούς και συνήθως μόνο στο Δέλτα Έβρου, σπανιότερα δε στους υπόλοιπους θρακιώτικους υγροτόπους (Λ.Ισμαρίδα, Δ.Νέστου κ.α.).
Η εμφάνισή τους είναι, βεβαίως, απρόβλεπτη αφού εξαρτάται από διάφορους παράγοντες που η αλληλεπίδρασή τους δεν είναι ακόμα απόλυτα γνωστή: ο κυρίαρχος, σε γενικές γραμμές παράγοντας, είναι η ένταση της βαρυχειμωνιάς, σε συνδυασμό με τα υπάρχοντα αποθέματα τροφής στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία.
Όσο σκληρότερος ο χειμώνας και/ή λιγότερη η τροφή εκεί, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες εμφάνισης των πουλιών στη Θράκη.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως π.χ. ο σκληρός χειμώνας του 1985, οι Κοκκινόχηνες μετακινούνται ακόμα νοτιότερα. Έτσι, μικρά κοπάδια ή μεμονωμένα άτομα, εμφανίζονται σε ασυνήθιστα μέρη, όπως η Εύβοια, η Αττική, η Κεφαλληνία κ.α..
Πριν από αιώνες, όταν ο πληθυσμός τους ήταν ίσως πολύ μεγαλύτερος, οι Κοκκινόχηνες έφταναν συχνά μέχρι την Αίγυπτο: σ' ένα από τα ωραιότερα δείγματα ζωγραφικής των αρχαίων Αιγυπτίων, σε τάφο του Meidum (2.500 π.Χ.) απεικονίζονται με θαυμαστή ακρίβεια, 2 Κοκκινόχηνες.
Από τα 1846, έτος πρώτης καταγραφής της Κοκκινόχηνας στην Ελλάδα, μέχρι σήμερα, έχουν καταχωρηθεί 50 περίπου παρατηρήσεις. Ο μεγαλύτερος αριθμός που έχει καταγραφεί στην Ελλάδα είναι γύρω στα 2000 άτομα (Δ. Έβρου 2/3/1985), ενώ συνήθως ο συνολικός διαχειμάζων πληθυσμός κυμαίνεται από 5 έως 100 άτομα. Όλες οι ελληνικές παρατηρήσεις προέρχονται από την περίοδο Δεκεμβρίου-Μαρτίου, κυρίως δε από τον Γενάρη και Φλεβάρη.
Δυστυχώς, πέραν από τις μετρήσεις του πληθυσμού των πουλιών που διεξάγονται κάθε Γενάρη στα πλαίσια του "Προγράμματος Μεσοχειμωνιάτικων Καταμετρήσεων Υδροβίων" και την καταχώρηση κάποιων άλλων παρατηρήσεων του είδους, οι γνώσεις μας για την οικολογία της Κοκκινόχηνας στην Ελλάδα (τροφικές συνήθειες, προτιμητέοι οικότοποι, συμπεριφορά κ.ά.) είναι ακόμα εξαιρετικά φτωχές.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι, στο Δ. Έβρου, οι Κοκκινόχηνες (αλλά και οι υπόλοιπες αγριόχηνες) τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά σε λιβάδια με φυσική βλάστηση, κάτι ιδιαίτερα σπάνιο σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.
Η Κοκκινόχηνα έχει χαρακτηριστεί ως "παγκόσμια απειλούμενο είδος", θεωρείται δε αυστηρά προστατευόμενο είδος από όλες τις διεθνείς συμβάσεις (Βόννη, Βέρνη, CITES κ.ά.) και Κοινοτικές Οδηγίες (79/409, 92/43).
Το γεγονός ότι ολόκληρος ο παγκόσμιος πληθυσμός της διαχειμάζει σε μια πολύ περιορισμένη περιοχή (ουσιαστικά σε 2-3 υγροτοπικά συμπλέγματα), σημαίνει ότι το είδος είναι εξαιρετικά ευάλωτο. Παρά το ότι δεν φαίνεται να απειλείται άμεσα, οποιαδήποτε αλλαγή της τρέχουσας αγροτικής πολιτικής στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία (αλλαγή στις καλλιέργειες, εντατικοποίηση κ.ά.) θα θέσει σίγουρα σε κίνδυνο την επιβίωση του είδους κατά τη διάρκεια της σκληρής χειμερινής διαβίωσης.
Επιπλέον, αν και οι Κοκκινόχηνες προστατεύονται πλέον σε όλες τις χώρες κατανομής τους και δεν επιτρέπεται το κυνήγι τους, συχνές είναι οι καταγγελίες για λαθροθηρία σε βάρος των σπάνιων αυτών πουλιών από αλλοδαπούς (μερικές φορές και από Έλληνες!!!) κυνηγούς στη βόρεια Βουλγαρία.
Ας ελπίσουμε ότι η εφαρμογή του "Ειδικού Σχεδίου Διαχείρισης" (Action Plan) που έχει ήδη συνταχθεί για το είδος, θα συμβάλλει στην επίλυση ή έστω στην άμβλυνση τέτοιων προβλημάτων, στις επί μέρους χώρες.
Σε ότι τέλος αφορά στη χώρα μας, είναι σαφές ότι, όπως ακριβώς και στην περίπτωση της Νανόχηνας (Anser erythropus), παρά το γεγονός ότι οι αριθμοί που διαχειμάζουν στη Θράκη είναι μικροί, η Ελλάδα είναι η μόνη κοινοτική χώρα όπου το είδος απαντάται τακτικά και, συνεπώς, έχουμε ιδιαίτερη ευθύνη για την προστασία του.
Aλλωστε, το Δ. Έβρου φαίνεται να είναι ζωτικής σημασίας για τα πουλιά αυτά, ως εναλλακτικός ή εφεδρικός χώρος διαχείμανσης. Για τους λόγους αυτούς, η διαχείριση, βελτίωση και προστασία των φυσικών λιβαδιών, όπου συχνάζουν οι Κοκκινόχηνες, οι Νανόχηνες και τα άλλα είδη (π.χ. γύρω από τη Λ/θ Δράνα κ.α.), θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μέτρο προτεραιότητας, ενώ ταυτόχρονα, θα πρέπει να διατηρηθεί και η απαγόρευση του κυνηγιού των αγριόχηνων στην Ελλάδα, αφού οι συνολικοί τους πληθυσμοί εξακολουθούν να κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα.
Παρά τους έντονους χρωματισμούς στο φτέρωμά τους, οι Κοκκινόχηνες είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εντοπιστούν, ακόμα και από έμπειρους παρατηρητές, ιδιαίτερα ανάμεσα σε μεγάλα κοπάδια από Ασπρομέτωπες. Σε όσους όμως καταφέρνουν να τις διακρίνουν, προσφέρουν ένα αξέχαστο θέαμα, αφού, αναμφίβολα, πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα πουλιά των υγροτόπων μας.