en
Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, φωτογραφία:  Αγγελος Ευαγγελίδης
2 Αυγούστου 2011
Περιβαλλοντική αδειοδότηση και νομιμοποίηση αυθαιρέτων
Ανοιχτή επιστολή προς τους έλληνες βουλευτές

 

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ
2 Αυγούστου 2011
 
Θέμα: Σχέδιο νόμου: "Περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, ρύθμιση αυθαιρέτων σε συνάρτηση με δημιουργία περιβαλλοντικού ισοζυγίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας ΥΠΕΚΑ"
 
Αξιότιμες κυρίες και αξιότιμοι κύριοι Βουλευτές,
 
Επικοινωνούμε εκτάκτως μαζί σας, για να εκφράσουμε την αγωνία και την αντίθεσή μας με το περιεχόμενο και ειδικότερες ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου «Περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, ρύθμιση αυθαιρέτων σε συνάρτηση με δημιουργία περιβαλλοντικού ισοζυγίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας ΥΠΕΚΑ».
 
Το υπό συζήτηση σχέδιο νόμου θέτει κατά την άποψή μας τα πράγματα σε λάθος βάση και θα έχει καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον. Θεωρεί εκ προοιμίου πως η περιβαλλοντική νομοθεσία, όπως ισχύει σήμερα, είναι ανασταλτικός παράγοντας για την ανάπτυξη και την είσπραξη εσόδων από την αυθαίρετη δόμηση. Την ίδια στιγμή, αγνοεί παντελώς πως στην πραγματικότητα το πρόβλημα έγκειται στη στρεβλή εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας και τη μόνιμη υποβάθμιση του περιβαλλοντικού κεκτημένου σε δεύτερη μοίρα. Αγνοεί παντελώς πως στην Ελλάδα, ένας μεγάλος όγκος επενδυτικών σχεδίων που «κολλάει» στην περιβαλλοντική νομοθεσία έχει υπαρκτά και σοβαρά προβλήματα περιβαλλοντικού σχεδιασμού, συνεπώς πρέπει να απορρίπτεται εξ αρχής από τη δημόσια διοίκηση, χωρίς «φωτογραφικές» νομοθετικές ρυθμίσεις και περαιτέρω δικαστικές εμπλοκές. Αγνοεί επίσης πως η πραγματική ασφάλεια τόσο για το περιβάλλον, όσο και για τους ίδιους τους επενδυτές βρίσκεται στον σωστό σχεδιασμό. Αγνοεί τέλος πως γενεσιουργός αιτία της οικοδομικής αυθαιρεσίας είναι η ανοχή της Πολιτείας και η διαχρονική άρνηση ανάληψης πολιτικής πρωτοβουλίας για την κατεδάφιση αυθαιρέτων.
 
Εξ άλλου, οι σημειακές περιβαλλοντικά θετικές ρυθμίσεις που εισάγει το σχέδιο νόμου, χάνονται μέσα σε πολλές αρνητικές και αδυνατούν δυστυχώς να του προσδώσουν τον χαρακτήρα της τομής στα περιβαλλοντικά πράγματα, όπως επιβάλλεται, ειδικά σε καιρούς κρίσης και γενικής αναθεώρησης της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας.
 
ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Θεωρούμε τέλος απαράδεκτο τον ισχυρισμό που προβάλλεται στην «Έκθεση Δημόσιας Διαβούλευσης», ότι επί του σχεδίου νόμου υποβλήθηκαν σχόλια από τις ΜΚΟ. Οι 10 οργανώσεις που συνυπογράφουν την παρούσα επιστολή συμμετείχαν σε 2 επίσημες συναντήσεις ανταλλαγής απόψεων με το Υπουργείο, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου 2010 και Απριλίου 2011, και υπέβαλαν όντως εγγράφως απόψεις. Μόνο που αυτό έγινε πάνω σε εντελώς διαφορετικό σχέδιο νόμου! Αντίθετα, κατά τη συνάντηση των οργανώσεών μας με τον Υπουργό ΠΕΚΑ, στις 4 Ιουλίου 2011, υπήρξε δέσμευσή του για  δημόσια διαβούλευση. Δημόσια διαβούλευση όμως δεν έγινε ποτέ.
 
Στις περιβαλλοντικές οργανώσεις που συνυπογράφουν την παρούσα επιστολή, είναι αδιανόητη η μη υποβολή του σχεδίου νόμου σε δημόσια διαβούλευση. Δεδομένου ότι το σχέδιο νόμου πραγματεύεται ζητήματα μέγιστης περιβαλλοντικής σημασίας, με συνταγματικές προεκτάσεις, όπως η νομιμοποίηση αυθαιρέτων, η αφαίρεση του δικαιώματος των πολιτών για έγκαιρη έκφραση γνώμης είναι απαράδεκτη. Η απαξίωση της δημόσιας διαβούλευσης αποτελεί, και επί της ουσίας, κατάργηση της κυβερνητικής δέσμευσης για διαφάνεια και κοινωνική συμμετοχή στο νομοθετικό έργο.
 
ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ
Επί της αρχής, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις που συνυπογράφουν την παρούσα επιστολή, υποστηρίζουν σταθερά πως κάθε λύση για βιώσιμη έξοδο από την οικονομική κρίση προϋποθέτει τη διαφύλαξη του φυσικού θησαυροφυλακίου της χώρας.
 
Το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου αντιμετωπίζει το περιβάλλον ως αντικείμενο περαίωσης με συνοπτικές διαδικασίες. Δείχνει δηλαδή να διέπεται αποκλειστικά από μια λογική επιτάχυνσης διαδικασιών περιβαλλοντικής αδειοδότησης και είσπραξης τελών ρύθμισης αυθαιρέτων, χωρίς να δημιουργεί κανένα πλαίσιο θεσμικών εγγυήσεων αποτελεσματικής περιβαλλοντικής προστασίας. Κινδυνεύει μάλιστα σε αρκετά σημεία να αποδυναμώσει και το ισχύον πλαίσιο. Σημειολογικά, η «συγκατοίκηση» του νέου συστήματος περιβαλλοντικής αδειοδότησης (Κεφάλαιο Α) με τη ρύθμιση των αυθαιρέτων (Κεφάλαιο Β), αβίαστα γεννά συνειρμούς όχι μόνο για έλλειψη περιβαλλοντικής στόχευσης από μεριάς του αρμόδιου Υπουργείο, αλλά και με την εφαρμογή του για τις άκρως αποδυναμωτικές συνέπειες που θα έχει στο θεσμικό πλαίσιο για το περιβάλλον. Παρόλα αυτά, οι οργανώσεις εντοπίζουν συγκεκριμένα σημεία που θα παρατεθούν στη συνέχεια και τα οποία αποτελούν θετικές ρυθμίσεις.
 
ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ
 
Α. Κεφάλαιο Α – Περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων
Αν και η περιπλοκότητα του υφιστάμενου συστήματος περιβαλλοντικής αδειοδότησης είναι αναμφισβήτητη, και αναγνωρίζεται ως θετική η προσπάθεια δημιουργίας νέου πλαισίου, προκύπτουν σημαντικά ζητήματα από συγκεκριμένα σημεία του σχεδίου νόμου. Τονίζουμε ότι η εκ των προτέρων αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων έργων και δραστηριοτήτων, εφόσον είναι ουσιαστική, αποτελεί την έκφραση της αρχής της πρόληψης, η οποία είναι θεμελιώδης για την προστασία του περιβάλλοντος.
 
Ως θετικές κρίνονται οι ρυθμίσεις για την ηλεκτρονική διαχείριση της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης και το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού σε αυτήν. Επίσης θετικό είναι και το πλαίσιο των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων, πάντα όμως με σοβαρές επιφυλάξεις για την τήρησή του, δεδομένου ότι και το ισχύον πλαίσιο δεν εφαρμόστηκε παρά μόνο αποσπασματικά.
 
1.      Άρθ. 1, παρ. 1(γ)
Το άρθρο απαλλάσσει από την αξιολόγηση έργα ή δραστηριότητες τα οποία αυθαίρετα κρίνονται ότι έχουν μόνο τοπικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η έννοια των «τοπικών επιπτώσεων» απουσιάζει από την οδηγία 85/337/ΕΟΚ «για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων κα ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον». Στο άρθρο 2, παρ. 1, η οδηγία αναφέρει ότι:
 
«[τ]α κράτη μέλη θεσπίζουν τις απαραίτητες διατάξεις ώστε τα σχέδια που, ιδίως, λόγω της φύσης, του μεγέθους ή της θέσης τους, μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, να υποβάλλονται σε εκτίμηση όσον αφορά τις επιπτώσεις τους πριν δοθεί η άδεια.»
 
Σε αναμονή της απόφασης της κατάταξη των έργων στις διάφορες κατηγορίες, η συγκεκριμένη ρύθμιση κρίνεται από ανησυχητική ως επικίνδυνη. Σε κάθε περίπτωση, η ουσία της εφαρμογής της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας και της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα κριθεί τελικά στην προβλεπόμενη κατά την παρ. 4 του ίδιου άρθρου απόφαση του Υπουργού ΠΕΚΑ για την κατάταξη των έργων και δραστηριοτήτων σε κατηγορίες.
 
2.      Άρθ. 1, παρ. 3
Η πρόβλεψη νομοθετικής ρύθμισης για έργα και δραστηριότητες, κατά το καταστροφικό πρότυπο των ολυμπιακών έργων, είναι σκανδαλώδης. Η υιοθέτηση του «σχεδιασμού και της υλοποίησης» έργων και δραστηριοτήτων με νόμο περιορίζει τη δυνατότητα ουσιαστικής συμμετοχής του κοινού και δυσχεραίνει σημαντικά ή αποκλείει την πρόσβαση των πολιτών στη δικαιοσύνη: πρόκειται για δικαιώματα που προστατεύει η διεθνής Σύμβαση του Άαρχους (που έχει κυρωθεί με τον ν. 3422/2005), η οποία και έχει υπερνομοθετική ισχύ.
 
3.      Άρθ. 2, παρ. 5
Ο αποκλεισμός της γνωμοδοτικής συνεισφοράς της Δασικής Υπηρεσίας σε έργα και δραστηριότητες εντός ορίων πόλεων και οικισμών, ενέχει σοβαρούς κινδύνους υπο-εκτίμησης της οικολογικής αξίας αστικών και περιαστικών αλσών, δασών και δασικών εκτάσεων.
 
4.      Άρθ. 2, παρ. 10
Η Απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων αποτελεί, και πρέπει να αποτελεί, την προϋπόθεση και την βάση για την έκδοση όλων των αδειών, και όχι μόνο της τελικής. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, θα είναι δυνατή η έκδοση ορισμένων αδειών, όπως της χρήσης νερού, άσχετα από όσα προβλέπονται στους περιβαλλοντικούς όρους.
 
5.      Άρθ. 6, παρ. 2, περ. β
Η συγκεκριμένη διάταξη αγνοεί την υποχρέωση, που απορρέει από το κοινοτικό δίκαιο, για υποβολή σε διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης ορισμένων τροποποιήσεων, ιδιαιτέρως όταν αυτές αφορούν έργα και δραστηριότητες που υπερβαίνουν τα όρια του παραρτήματος Ι της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ. Η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να εξαρτάται από την κρίση της διοίκησης «ότι επέρχεται ουσιαστική επιδείνωση». Αντίθετα, πρέπει να βασίζεται σε μελέτη και αξιολόγηση των επιπτώσεων της οποιασδήποτε τροποποίησης.
 
6.      Άρθ. 7
Η πρόβλεψη για «φάκελο συμμόρφωσης τελικού σχεδιασμού» έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον ισχυρισμό του Υπουργείου ΠΕΚΑ ότι στόχος είναι η μείωση των φακέλων που απαιτούνται κατά τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Επιπλέον, η πρόβλεψη αυτή υποσκάπτει τον δεσμευτικό χαρακτήρα της ΑΕΠΟ, καθώς είναι δυνατόν να επιτρέψει, κατ’ επιλογή του φορέα, την κατασκευή έργου διαφορετικού από αυτό που αδειοδοτήθηκε.
 
7.      Άρθ. 10
Κατ’ αρχήν, οι προτεινόμενες ειδικές ρυθμίσεις του άρθρου αυτού θα έπρεπε να αφορούν συνολικά το Εθνικό Σύστημα Προστατευόμενων Περιοχών, όπως αυτό εξειδικεύεται στον ν. 3937/2011, και όχι μόνο τις περιοχές του δικτύου Natura 2000.
 
Υπενθυμίζεται επίσης πως η μεταφορά στο εθνικό μας δίκαιο του άρθ. 6, παρ. 4 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, το οποίο αφορά την έγκριση έργων εντός περιοχών Natura υπό συγκεκριμένες περιπτώσεις, έχει γίνει, μεταξύ άλλων, με α) το άρθ. 9, παρ. 5 του ν. 3937/2011 και β) την κοινή υπουργική απόφαση ΗΠ 37338/1807/Ε.103/2010.
 
Ως εκ τούτου, η προτεινόμενη στο σχέδιο νόμου διαδικασία για τις περιοχές του δικτύου Natura 2000 δεν συμφωνεί απολύτως με τις διατάξεις αυτές και με την ίδια την οδηγία, καθώς σιωπά σχετικά με την εκτέλεση έργων εντός ΕΖΔ, όπου υπάρχουν οικότοποι προτεραιότητας.
 
Ως σημαντικότερη όμως παρατήρηση, επισημαίνουμε ότι, σύμφωνα με το άρθ. 6, παρ. 3 της 92/43/ΕΟΚ,
 
«[κ]άθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του.»
 
Τούτο σημαίνει ότι εντός των περιοχών του δικτύου Natura 2000, κανένα έργο, ασχέτως αν έχει καταταγεί σε κάποια κατηγορία ή όχι, δεν μπορεί να εξαιρείται εκ προοιμίου της διαδικασίας εκτίμησης των περιβαλλοντικών του επιπτώσεων.
 
Η πρόβλεψη για ειδική οικολογική μελέτη εντός των περιοχών Natura 2000 είναι σαφώς θετική, αν και σίγουρα πρέπει να αφορά συνολικά τις περιοχές του Εθνικού Συστήματος Προστατευόμενων Περιοχών.
 
8.      Άρθρο 16
Η αξιολόγηση των ΜΠΕ αποτελεί αυτονόητη υποχρέωση των αρμόδιων αρχών και αναγκαία προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα της όποιας περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι στην πράξη οι αρμόδιες υπηρεσίες αδυνατούν, κυρίως λόγω υποστελέχωσης, να φέρουν σε πέρας το έργο που απαιτεί αυτή η αξιολόγηση. Παρόλα αυτά, η διαδικασία ελέγχου από ιδιώτες δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον δημόσιο και ανεξάρτητο έλεγχο, καθώς στο σημείο αυτό μπορεί να προκύψει ζήτημα εξάρτησης του ελεγκτή από τον ελεγχόμενο. Ο αξιολογητής δεν θα πρέπει να αμείβεται από τον ίδιο τον ελεγχόμενο, δηλαδή το φορέα που έχει αναλάβει το έργο ή τη δραστηριότητα. Προτείνεται, λοιπόν, η υιοθέτηση μίας διαδικασίας που θα εξασφαλίζει την ανεξαρτησία του ελεγκτή από τον ελεγχόμενο, με τη μεσολάβηση και την εγγύηση του δημοσίου. Για παράδειγμα, το κόστος της διαδικασίας αξιολόγησης μπορεί να καταβάλλεται από τον ελεγχόμενο φορέα του έργου στο Πράσινο Ταμείο, από το οποίο και θα αμείβεται τελικά ο αξιολογητής.
 
Τέλος, θεωρούμε ότι η ουσία του προτεινόμενου κατά το σχέδιο νόμου συστήματος περιβαλλοντικής αδειοδότησης θα κριθεί από το περιεχόμενο της απόφασης Υπουργού ΠΕΚΑ για την κατάταξη των έργων. Ήδη η αγωνία μας για τα κριτήρια με τα οποία θα αποφασιστεί η κατηγοριοποίηση των έργων είναι δικαιολογημένη, καθώς διαβάζουμε στην αιτιολογική έκθεση (σελίδα 6) πως «θα εξαιρεθούν από την περιβαλλοντική αδειοδότηση σειρά έργων», όπως για παράδειγμα οι χώροι στάθμευσης, οι σταθμοί αφαλάτωσης, οι αλυκές και οι μάντρες υλικών οικοδομής δραστηριότητες που έχουν σαφέστατα περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Θεωρούμε την εξαίρεση των δραστηριοτήτων αυτών αυθαίρετη.
 
Β. Κεφάλαιο Β – Ρύθμιση αυθαιρέτων σε συνάρτηση με δημιουργία περιβαλλοντικού ισοζυγίου
Το προτεινόμενο σύστημα ρύθμισης για τα αυθαίρετα έρχεται να επισφραγίσει τη διαχρονική αδυναμία και αβουλία της Πολιτείας για την άσκηση γενικότερης πολιτικής γης και για την αξιοποίηση εργαλείων ορθολογικής και περιβαλλοντικά βιώσιμης χρήσης του χώρου. Τη στιγμή που οι τρέχουσες οικονομικές και κοινωνικές συγκυρίες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως καταλύτης αφύπνισης από τη μακρόχρονη απάθειά μας έναντι της ανομίας, είναι ιδιαίτερα λυπηρό το γεγονός ότι η Πολιτεία παρέχει και πάλι άφεση αμαρτιών και επιβραβεύει την αυθαιρεσία, με κύρια μάλιστα επιδίωξη την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης.
 
Η αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου ορθώς αναφέρεται στη «συνενοχή Κράτους- Πολίτη στην ανοχή της αυθαιρεσίας», στην αναποτελεσματικότητα δράσης του κράτους «αποτέλεσμα πιθανόν και της έλλειψης πολιτικής βούλησης…». Έκφραση της παθογένειας αυτής και του φόβου ανάληψης του πολιτικού κόστους, αποτελεί η έλλειψη χωροταξικού -πολεοδομικού σχεδιασμού και πολιτικής γης, όπως και η απουσία ελεγκτικών μηχανισμών και η αδυναμία εφαρμογής μέσων για την παρακολούθηση των αυθαιρέτων και κυρίως την κατεδάφισή τους. Στις ρυθμίσεις που προτείνει το σχέδιο νόμου όμως παρακάμπτονται ή αγνοούνται πλήρως τα γενεσιουργά αίτια της διόγκωσης του προβλήματος.
 
Με δεδομένο ότι η νομιμοποίηση αυθαιρέτων αντιτίθεται ρητά στο άρθρο 24 του Συντάγματος, στο σχέδιο νόμου επιχειρείται έντεχνα η επιβράβευση της νέας ή και των παλαιότερων γενιών αυθαιρέτων, μέσω φραστικών, φιλόδοξων, ρητορικών διατυπώσεων και νεολογισμών (χαρακτηριστικό το «παραπληρωματικό ακίνητο» του άρθρου 26 και «το σύστημα της πράσινης χρήσης των αυθαιρέτων υπερβάσεων δόμησης» της αιτιολογικής έκθεσης). Γενικότερα η αιτιολογική έκθεση, με τη φρασεολογία της, επιδιώκει να πείσει πως το σχέδιο νόμου χαράσσει «κόκκινη γραμμή» στην αυθαίρετη δόμηση, αντιμετωπίζει το πρόβλημα «μέσα από την περιβαλλοντική και πολεοδομική του διάσταση» και συμβάλλει στην «αποκατάσταση του διαταραγμένου περιβαλλοντικού ισοζυγίου…».
 
Ωστόσο οι διατάξεις του σχεδίου νόμου άλλα πρεσβεύουν. Τα παθήματα του παρελθόντος δεν έγιναν μαθήματα. «Κόκκινη γραμμή» στην αυθαίρετη δόμηση, και μάλιστα μέσω μαζικής «πολεοδομικής τακτοποίησης» ή «αναγνώρισης της πραγματικής πόλης», είχε επιχειρηθεί με το ν.1337/1983. Είχε προβλεφθεί ρητά πως στο εξής, μετά την 31.1.1983, τα αυθαίρετα κατεδαφίζονται υποχρεωτικά, με θέσπιση διατάξεων επιτάχυνσης των διαδικασιών. Η ρύθμιση αυτή είχε ως αποτέλεσμα μια νέα πλέον διευρυμένη γενιά αυθαιρέτων, νέα παροχή «διευκολύνσεων» με τον ν.1512/1985 και στη συνέχεια τον ν.3212/2003. Δυστυχώς ξεχάστηκε πως και ο ν.3212/2003 είχε παρακάμψει τον σκόπελο της συνταγματικότητας, παρέχοντας «χρόνο ζωής» στα μέχρι τότε αυθαίρετα τριετίας ή εξαετίας (περιορισμός που έμεινε στα χαρτιά) και όχι 20, 40 ή 60 ετών, όπως το παρόν σχέδιο νόμου (άρθ. 24 παρ.1 και άρθ. 25). Και τότε είχαν προβλεφθεί διατάξεις για την επιβολή προστίμων, τις προϋποθέσεις για τα δυνάμενα να επωφεληθούν αυθαίρετα, την επίσπευση κατεδάφισης των «νέων», όπως και την απόδοση των προστίμων στο ΕΤΕΡΠΣ, ώστε να διατεθούν για την εφαρμογή των σχεδίων και την ανάπλαση περιοχών. Τελικό αποτέλεσμα η ισχυροποίηση της ανομίας και η αναζωπύρωση του προβλήματος και φυσικά η είσπραξη ενός άγνωστου ποσού που ποτέ δεν έγινε γνωστό εάν αποδόθηκε στο ΕΤΕΡΠΣ.
 
Επιπλέον, η προτεινόμενη από το σχέδιο νόμου ρύθμιση για τα αυθαίρετα αγνοεί παντελώς το οικονομικό βάρος που προκαλείται στον κρατικό προϋπολογισμό από την εκτός σχεδιασμού υποχρέωση που προκύπτει για δημιουργία υποδομών και δικτύων εξυπηρέτησης των «υπό νομιμοποίηση» αυθαίρετων κατασκευών.
 
Σε κάθε περίπτωση, το σχέδιο νόμου περιλαμβάνει ανεπαρκείς εξαιρέσεις από την ρύθμιση, καθώς (α) δεν περιλαμβάνεται το Εθνικό Σύστημα Προστατευόμενων Περιοχών, όπως αυτό εξειδικεύεται από τον ν. 3937/2011, (β) δεν περιλαμβάνονται άλλα ευαίσθητα στοιχεία του περιβάλλοντος [υγρότοποι, υδάτινοι πόροι-όχθες, μικρά νησιά], (γ) η έννοια των «βιότοπων» είναι ασαφής και ερμηνεύεται περιοριστικά στην πράξη (δ) έρχεται σε αντίθεση με το κοινοτικό δίκαιο, αφού η «καταχώρηση» στην πολεοδομική υπηρεσία κατά το άρθρο 24§9 του νομοσχεδίου ισοδυναμεί με «άδεια» κατά τις οδηγίες 92/43/ΕΟΚ και 85/337/ΕΟΚ, άρα νομιμοποίηση.
 
Επιπλέον, οι διατάξεις περί «περιβαλλοντικού ισοζυγίου» είναι ελλιπέστατες, καθώς το ενιαίο ειδικό πρόστιμο
(α)         διατίθεται για κατεδάφιση αυθαιρέτων [ενν. , αυθαιρέτων που δεν διατηρούνται] - με άλλα λόγια, απλώς για την εφαρμογή της ισχύουσας μέχρι σήμερα νομοθεσίας για ευαίσθητα στοιχεία του περιβάλλοντος [δάση, ρέματα, κτλ.], δίχως κανένα νέο και άμεσο αντιστάθμισμα για το περιβάλλον, πέρα από την «υπόσχεση» καλύτερης εφαρμογής των κείμενων διατάξεων στο μέλλον·
 
(β)         διατίθεται στα «πλαίσια των αρχών του Μεσοπρόθεσμου», που περιλαμβάνει ρυθμίσεις που ενδέχεται να υποβαθμίσουν το πολεοδομικό κεκτημένο, όπως τη διαδικασία πολεοδομικής ωρίμανσης, και το δικαίωμα επιφάνειας επί δημόσιων κτημάτων·
 
(γ)         αφορά μόνο το «έλλειμμα γης» και την «αύξηση κοινόχρηστων-ελεύθερων χώρων» στους ΟΤΑ, εμμέσως αποκλείοντας το φυσικό περιβάλλον στις εκτός σχεδίου περιοχές [όπου δεν υπάρχει ούτε έλλειμμα γης, ούτε κοινόχρηστοι-ελεύθεροι χώροι ή οποιεσδήποτε άλλες χρήσεις γης]·
 
(δ)         το «έλλειμμα γης» μπορεί να ερμηνευτεί και ως έλλειμμα γης για οποιεσδήποτε άλλες [ελπίζει κανείς δημόσιες, αλλά ούτε αυτό προκύπτει σαφώς] χρήσεις, και όχι μόνο για κοινόχρηστους ή ελεύθερους χώρους ή αστικό πράσινο.
 
Τέλος, εφιστούμε την προσοχή σας στους κινδύνους που εγκυμονεί η διάταξη του άρθρου 26 παρ. 2 (β), η οποία επιτρέπει την αντικατάσταση της οικοδομικής άδειας «που δεν έχει εκδοθεί  ή δεν μπορεί να ανευρεθεί» από δήλωση μηχανικού περί στατικής επάρκειας που βασίζεται σε «ταχύ οπτικό έλεγχο».
 
Αξιότιμοι κύριοι βουλευτές,
 
Θεωρούμε πως η παρούσα δυσμενής οικονομική συγκυρία πρέπει να αποτελέσει έναυσμα για μια συνολική «στροφή» προς περιβαλλοντικά και κοινωνικά βιώσιμες κατευθύνσεις σε όλες τις αναπτυξιακές πολιτικές. Άλλωστε η αντίθετη στάση, αποβλέπουσα σε άμεσο όφελος, είναι εκείνη που οδήγησε στην υπερχρέωση της οικονομίας και συγχρόνως στην περιβαλλοντική υποβάθμιση.
 
Το υπό συζήτηση από τη Βουλή των Ελλήνων σχέδιο νόμου φανερώνει σοβαρή έλλειψη κατανόησης των περιβαλλοντικών θεμάτων και των προβλημάτων που πραγματεύεται, αλλά και επί της ουσίας αναιρεί την κυβερνητική πολιτική η οποία την τελευταία διετία εξαγγείλει ότι θα πατάξει την ανομία και τα λάθη της διοίκησης και θα προτάξει την διαφάνεια και την αποφασιστικότητα.
 
Ως περιβαλλοντικές μη κυβερνητικές οργανώσεις, δηλώνουμε την αντίθεσή μας στο σχέδιο νόμου. Θα συνεχίσουμε βέβαια να παρακολουθούμε με αγωνία τις εξελίξεις σε όλα τα περιβαλλοντικά μέτωπα, θέτοντας στη δημόσια κρίση εμπεριστατωμένες προτάσεις και παρεμβάσεις, συμμετέχοντας σε κάθε διάλογο για δημόσιες πολιτικές και νομοθετικές πρωτοβουλίες, επικροτώντας δημόσια κάθε θετική για το περιβάλλον πρωτοβουλία, αλλά και στηλιτεύοντας ενέργειες και πολιτικές που θεωρούμε πως θέτουν σε κίνδυνο το περιβαλλοντικό και κατά συνέπεια το κοινωνικό και οικονομικό μέλλον της χώρας.
 
Παραμένουμε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε διευκρίνιση και ανταλλαγή απόψεων.
 
Με τιμή,
 
Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις
Αρκτούρος
Αρχέλων
Δίκτυο Μεσόγειος SOS
Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία
Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού
Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης
Καλλιστώ
MOm-Εταιρεία Μελέτης και Προστασίας της Μεσογειακής Φώκιας
Greenpeace
WWF Ελλάς
 
Email RSS Facebook Twitter YouTube

Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων

Copyright © 2024 Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία
Θεμιστοκλέους 80, 10681, Αθήνα,
Τηλ/Fax: 210 8228704, 210 8227937,
e-mail: info@ornithologiki.gr
Φράγκων 22, 54625, Θεσσαλονίκη, Τηλ/Fax. 2310 244245,
e-mail: thess@ornithologiki.gr