en
Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, φωτογραφία:  Αγγελος Ευαγγελίδης
Ο Ψαροχαφτούλης αιχμαλωτίζεται...

Το νεαρό πελεκανάκι είχε περάσει ένα πραγματικά υπέροχο καλοκαίρι, παρέα με τους Αιγαιόγλαρους, τους Μαυροπετρίτες και τους Αρτέμηδες. Είχε φάει αρκετά κιλά ψάρια και είχε παίξει με τα κύματα όσο ποτέ. Είχε εξερευνήσει σίγουρα τα περισσότερα νησάκια όταν αποφάσισε να πάει και σε κάποια μεγαλύτερα νησιά, να δει και τους ανθρώπους από πρώτο χέρι.

Από νεαρός ακόμα ο Ψαροχαφτούλης άκουγε για τους ανθρώπους και την μανία τους να κρατάν φυλακισμένα διάφορα πουλιά είτε μέσα σε κλουβιά, είτε σαν "μασκότ" σε λιμάνια ή παραλίες. Αυτό το τελευταίο το "μασκότ" ο Ψαροχαφτούλης δεν το είχε καταλάβει, γιατί πολύ απλά δεν καταλάβαινε πως είναι δυνατόν να μένει υποχρεωτικά κάποιο πουλί σε κάποιο λιμάνι, χωρίς να υπάρχουν κάγκελα γύρω του. Φανταζόταν βέβαια διάφορα, όπως αλυσίδες χοντρές με κρίκους στα πόδια ή στο λαιμό, ή ακόμα και λουριά δερμάτινα, αλλά δεν μπορούσε να είναι και σίγουρος.

Κόντευε να νυχτώσει όταν είδε στην άκρη του ορίζοντα να ξεπροβάλει το νησί-προορισμός. "Λίγο ακόμα" σκέφτηκε "όπου να' ναι θα φτάσω". Τίναξε τις πλούσιες φτερούγες του και σε λίγη ώρα προσγειωνόταν κατάκοπος στο λιμάνι. Κόσμος πηγαινοερχόταν, ενώ η μουσική ακουγόταν δυνατά. Οι ψαράδες καθάριζαν τις βάρκες τους, ενώ τα παιδιά είχαν βγει βόλτα με τους γονείς τους κι ολόκληρο το λιμάνι έσφιζε από ζωή.

Ο Ψαροχαφτούλης που είχε απλωθεί κατάκοπος πάνω στα βραχάκια και χάζευε, ήταν τόσο απορροφημένος και ζαλισμένος που δεν πρόσεξε πως κάποιοι τον πλησίαζαν. Όταν το κατάλαβε ήταν πια αργά. Τρεις άνθρωποι τον είχαν περικυκλώσει και συζήταγαν γι’ αυτόν. "Να τον κρατήσουμε" είπε ο ένας. "Ναι αλλά πρέπει να βιαστούμε, τώρα που είναι κουρασμένος" πετάχτηκε ο άλλος. "Γρήγορα, γρήγορα" συμπλήρωσε ο τρίτος.

Και πριν καλά-καλά καταλάβει ο Ψαροχαφτούλης τι γίνεται, οι τρεις άνθρωποι έπιασαν το πελεκανάκι, το έχωσαν σ’ ένα κουτί, το φόρτωσαν σ' ένα φορτηγάκι και έφυγαν γρήγορα. Ο Ψαροχαφτούλης πάλευε να βγει από το κουτί αλλά ήταν τόσο κουρασμένος απ’ το ταξίδι που το μόνο που κατάφερνε ήταν να χτυπάει το κεφάλι και τις φτερούγες του στα τοιχώματα της κούτας.

Κάποια στιγμή το φορτηγάκι σταμάτησε. Οι τρεις άνθρωποι σήκωσαν το κουτί και το έβαλαν σε ένα δωμάτιο. Με το που το άνοιξαν, ο Ψαροχαφτούλης τινάχτηκε απότομα. Όμως οι άνθρωποι ήταν πιο γρήγοροι και αμέσως τον έπιασαν. Ο ένας από τους τρεις κρατούσε ένα τεράστιο ψαλίδι και οι άλλοι δύο κράταγαν ακίνητο το άτυχο πελεκανάκι.

"Είμαστε πολύ τυχεροί" είπε αυτός που κρατούσε το ψαλίδι. "Θα τον βάλουμε στο λιμάνι, μπροστά από την ταβέρνα μου. Θα' ρχονται οι τουρίστες, θα φωτογραφίζονται με τον πελεκάνο και μετά θα τρώνε στην ταβέρνα μου". "Ναι, ναι" είπε αυτός που κρατούσε το κεφάλι του Ψαροχαφτούλη. "Θα βάλουμε την φωτογραφία του σ'όλα τα τουριστικά φυλλάδια του χωριού. Θα γίνει η μασκότ μας. Έτσι θα ρθούν πολύ τουρίστες και στις επόμενες εκλογές θα'μαι πάλι κοινοτάρχης". "Λοιπόν άντε να τελειώνουμε. Κόψε τα φτερά του για να μην μπορεί να φύγει. Εγώ ξέρω περίπτωση πελεκάνου που έχει μείνει μέχρι και 14 χρόνια σε κάποιο νησί" συμπλήρωσε αυτός που κρατούσε το πελεκανάκι από τις φτερούγες.

Ο Ψαροχαφτούλης τα κατάλαβε όλα. Η λέξη "μασκότ" τον πανικόβαλε, ενώ με τη σκέψη και μόνο πως θα του έκοβαν τα φτερά του, το ράμφος του άρχισε να τρέμει από φόβο. Αν του κόβαν τα φτερά ήξερε πως δεν θα μπορούσε να πετάξει. Δεν θα μπορούσε να φύγει. Δεν θα' ταν ποτέ ξανά ελεύθερος. Ένιωθε μόνος και φοβισμένος.

Ο άνθρωπος με το ψαλίδι, άρχισε να κόβει και να ξεριζώνει τα φτερά του Ψαροχαφτούλη. Το πελεκανάκι πόναγε και φώναζε. Το μαρτύριο δεν κράτησε πολύ ώρα κι ας φάνηκε στον Ψαροχαφτούλη σαν χρόνια. Μόλις τέλειωσαν οι άνθρωποι έβαλαν πάλι τον Ψαροχαφτούλη μέσα στην κούτα, μέσα στο φορτηγό και ξεκίνησαν να πάνε πίσω στο λιμάνι.

Μόλις οι άνθρωποι άφησαν τον Ψαροχαφτούλη στο έδαφος, το πελεκανάκι προσπάθησε να πετάξει. Μάταια χτύπαγε τις κουτσουρεμένες του φτερούγες. Το μόνο που κατάφερε ήταν να κουραστεί κι άλλο. Γύρω του είχαν μαζευτεί πολλοί άνθρωποι. Τα φλας από τις φωτογραφικές μηχανές άστραφταν και όλα αυτά μαζί τρόμαζαν ακόμα περισσότερο το δύστυχο πελεκανάκι.

Ο ταβερνιάρης και ο κοινοτάρχης κορδώνονταν γιατί το σχέδιο τους πήγαινε μια χαρά και ο τρίτος άνθρωπος που ήταν ψαράς έφερε στο πελεκανάκι λίγα ψάρια. Τα άφησε μπροστά του λέγοντάς του: "έλα γλυκό μου φάε", "τι όμορφο πελεκανάκι", "πόσο ωραία θα περάσουμε μαζί". Αυτό όμως εκνεύρισε πάρα πολύ τον Ψαροχαφτούλη, ο οποίος αρνήθηκε πεισματικά να φάει οτιδήποτε. Το πελεκανάκι φώναζε να τον αφήσουν ήσυχο, όμως οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν την γλώσσα του...

Ο Ψαροχαφτούλης έμεινε αρκετές μέρες στο λιμάνι. Αιχμάλωτος και με κομμένες τις φτερούγες δεν μπορούσε να πετάξει μακριά. Όλη την ημέρα μαζεύονταν άνθρωποι γύρω του, που έμοιαζαν να τον αγαπάνε, αλλά αυτός δεν την ήθελε αυτή την αγάπη. Ήθελε να είναι ελεύθερος. Οι ανθρωποι τον φωτογράφιζαν και του δίνανε ψαράκια και το βράδυ όταν νύχτωνε για τα καλά και όλοι πήγαν επιτέλους για ύπνο, ο Ψαροχαφτούλης έμενε μόνος. Τότε μαζεύονταν γύρω του τα θαλασσοπούλια και προσπαθούσαν να του δώσουν κουράγιο.

Κάποιο πρωινό, ο Ψαροχαφτούλης παρατήρησε μεγάλη κινητικότητα γύρω του. Γινόταν κάποιος καβγάς. Από την μια μεριά αυτοί που του είχαν κόψει τα φτερά και από την άλλη κάποιοι άνθρωποι που έλεγαν πως το πελεκανάκι υπέφερε και θα πρεπε να φύγει. Οι ντόπιοι δεν ήθελαν όμως και οι άλλοι δεν το έβαζαν κάτω. Η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε και την επόμενη μέρα και την μεθεπόμενη. Τελικά -κανείς δεν ξέρει πως- οι ντόπιοι πείστηκαν και παρέδωσαν τον Ψαροχαφτούλη.

Το άλλο πρωί ένας από εκείνους τους καλούς ανθρώπος πήρε το πλοίο και πήγε το πελεκανάκι σ'ένα άλλο νησί, σ'ένα μέρος που λεγόταν Κέντρο Περίθαλψης Άγριων Ζώων και Πουλιών. Εκεί οι άνθρωποι ήταν πολύ καλοί με τον Ψαροχαφτούλη. Περιποιήθηκαν τις φτερούγες του, τον ταΐσαν κι όταν αυτός ήταν μετά από λίγους μήνες έτοιμος να πετάξει, το πήγαν στον Αμβρακικό, όπου και τον απελευθέρωσαν.

Ο Ψαροχαφτούλης διηγήθηκε σε όλα τα πουλιά την περιπέτειά του. Τους είπε για τους κακούς ανθρώπους αλλά τους είπε και για τους άλλους, γι’αυτούς που τον τάϊζαν και τον αγαπούσαν αλλά και για κεινους που τον βοήθησαν μεχρι να βγούν ξανά τα φτερά του. Και όλα τα πουλιά συμφώνησαν πως οι άνθρωποι είναι πραγματικά πολύ περίεργοι.

Σκίτσα: Β. Χατζηρβασάνης

Ξεφτέρια

Email RSS Facebook Twitter YouTube

Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων

Copyright © 2024 Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία
Θεμιστοκλέους 80, 10681, Αθήνα,
Τηλ/Fax: 210 8228704, 210 8227937,
e-mail: info@ornithologiki.gr
Φράγκων 22, 54625, Θεσσαλονίκη, Τηλ/Fax. 2310 244245,
e-mail: thess@ornithologiki.gr