en
Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, φωτογραφία: Μ.Καλούλη
Σημαντικοί βιότοποι της περιοχής της Πύλου

Στα πλαίσια της παρούσας μελέτης αναγνωρίστηκαν οι τύποι οικοτόπων (habitats) της οδηγίας 92/43 που απαντούν στη Λιμνοθάλασσα της Πύλου και στη νήσο Σφακτηρία οι οποίοι δίνονται στον Πίνακα 3.2.1 και περιγράφονται στη συνέχεια.

ΠΙΝΑΚΑΣ 3.2.1
Τύποι ενδιαιτημάτων του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 92/43 που είναι παρόντα στην περιοχή της λιμνοθάλασσς Γιάλοβα και εκτίμηση του τόπου γι αυτά 

ΚΩΔ. 92/43 ΚΩΔ.
CORINE
ΜΟΡΦΗ ΕΝΔΙΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΑΝΤ ΚΑΛΥΨΗ ΣΧ.
ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ
ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΣΥΝ
ΕΚΤΙΜΗΣΗ
1140 14 Λασπώδεις και αμμώδεις επίπεδες εκτάσεις που αποκαλύπτονται κατά την αμπώτιδα          
      Α 2 C B B
1150 21 * Λιμνοθάλασσες Β 8 C B B
1240 18.22 Απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση στη Μεσόγειο          
      Β 6 C B B
1410 15.51 Μεσογειακά αλίπεδα της Juncetalia maritimi Β 2 C B C
    Μεσογειακές και θερμοατλαντικές αλόφιλες λόχμες της Arthrocnemetalia-fruticosae          
1420 15.61   Β 3 C B C
2110 162.112 Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες Α 3 C B B
    Kινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria (λευκές θίνες)          
2120 162.122   A 1 C A A
2250 16.27 * Λόχμες των παραλιών με άρκευθους (Juniperus sp.p.) A 2 C B A
3190 53.11 Καλαμώνες A 2 C B B
5331 32.22 Διαπλάσεις της Euphorbia dendroides A 2 C A B
5420 33.31 Φρύγανα Sarcopoterium spinosum A 15 C A A
92C0 44.711 Δάση ανατολικού πλατάνου Α 3 C B B
    Λασπώδεις και αμμώδεις επίπεδες εκτάσεις με Μεσογειακές και θερμοατλαντικές αλόφιλες λόχμες της Arthrocnemetalia-fruticosae          
1140x
1420
14x
15.61
  Α 1 C B B
    Μεσογειακά αλίπεδα της Juncetalia maritimi με θερμο-Μεσογειακά παρόχθια δάση-στοές (Nerio-Tamaricetae)          
1410x
92D0
15.51x
44.8133
  Α 1 C C C
  16.2122x
44.8133
Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες με θερμο-Μεσογειακά παρόχθια δάση-στοές (Nerio-Tamaricetae)          
2110x
92D0
    Β 1 C C C
    Kινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria και λόχμες των παραλιών με άρκευθους (Juniperus spp.)          
2120x
2250
16.2122x
16.27
  Α 5 C B A


 

1134 Λειμώνες Ποσιδώνειας

Ενδεικτική χαρτογράφηση από τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία δίνεται στον Xάρτη A5 (οικοτόπων). Αλλα στοιχεία δεν είναι γνωστά ενώ αναμένεται πλήρης χαρτογράφηση από το ΙΘΑΒΙΚ στα πλαίσια σχετικού προγράμματος του ΥΠΕΧΩΔΕ.

1140 Λασπώδεις και αμμώδεις επίπεδες εκτάσεις που αποκαλύπτονται κατά την αμπώτιδα (Zosteretalia marinae Br.-Bl. et Tuxen '63)

Ο οικότοπος περιλαμβάνει ιλυώδεις και αμμώδεις αποθέσεις που βρίσκονται κοντά σε θάλασσα ή λιμνοθάλασσα και καλύπτονται από την πλημμυρίδα για μεγάλη περίοδο του έτους. Σε περίπτωση αμμώδους υποθέματος συχνά εμφανίζονται είδη Zostera (Zostera marina κ.λ.π.) ενώ σε ιλυώδες, τα ανώτερα φυτά απουσιάζουν εξαιτίας των αναερόβιων συνθηκών που δημιουργεί, λίγα μόλις χιλιοστά από την επιφάνεια, το σύμπλοκο της ιλύος με την εξαιρετικά λεπτοδιαμερισμένη οργανική ουσία. Στη περίπτωση αυτή κατά την άμπωτη ή μετά την εξάτμιση του νερού, η επιφάνειά τους καλύπτεται από κρυσταλλικό αλάτι και μια κρούστα που σχηματίζεται από κυανοφύκη και διάτομα.
Ο οικότοπος αποτελεί χώρο τροφοληψίας των παρυδάτιων πουλιών με ασπόνδυλα του βένθους και θεωρείται πολύ σημαντικός για τους πληθυσμούς τους κατά την περίοδο του χειμώνα και της μετανάστευσης.
Στη περιοχή μελέτης ο οικότοπος απαντάται σε επιμήκη λωρίδα βορείως της λιμνοθάλασσας.

1150 * Λιμνοθάλασσες (Zosteretalia marinae Br.-Bl. et Tuxen '63)

Οι λιμνοθάλασσες είναι ρηχές λεκάνες αλμυρού ή υφάλμυρου νερού, δίπλα στη θάλασσα, απομονωμένες από αυτή με στενές λωρίδες από άμμο ή κροκάλες. Σχηματίζονται σε περιοχές που δεν υπόκεινται σε παλίρροια.
Ο οικότοπος στη Πύλο, περιλαμβάνει τη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας ή "Διβάρι". Πρόκειται για μια ρηχή υφάλμυρη λίμνη που περιβάλλεται από αλίπεδα και υφάλμυρα έλη και έχει αποκοπεί από τη θάλασσα με τις αμμώδεις αποθέσεις της Βοϊδοκοιλιάς, δυτικά και του Λούρου, νότια. Στο νότιο τμήμα της βρίσκεται μικρή διώρυγα με την οποία επικοινωνεί με το κόλπο της Πύλου.

1240 Απόκρημνες βραχώδεις ακτές με βλάστηση στη Μεσόγειο (Crithmo-Staticion Molinier '50)

Ο οικότοπος περιλαμβάνει βραχώδεις εξάρσεις που καταλήγουν στην ακτή και υπόκεινται στη θαλάσσια διάβρωση. Στις θέσεις αυτές αναπτύσσονται φυτοκοινότητες χαλαρής δομής, ανθεκτικές στην επίδραση του ανέμου και στον ψεκασμό θαλασσινού νερού. Για το λόγο αυτό, συχνά απαντώνται στη βλάστηση αλόφυτα που εμφανίζονται σε διαπλάσεις αλιπέδων ή λοιπών παράκτιων οικοσυστημάτων.
Στη περιοχή μελέτης ο οικότοπος εμφανίζεται σε ασβεστολιθικό υπόθεμα, στις ακτές των νήσων Πύλος και Σφακτηρία, στις βραχώδεις ακτές γύρω από το Παλαιόκαστρο και σε λίγες ακόμη πολύ μικρής έκτασης θέσεις ανάμεσα στις αμμοθίνες της ακτής Πετροχωρίου.
Τα είδη που μεταξύ άλλων συμμετέχουν στη βλάστηση και χαρακτηρίζουν τον οικότοπο είναι, Crithmum maritimum, Helichrysum italicum, Limonium sinuatum, Capparis spinosa, Malcolmia flexuosa, Arthrocnemum macrostachyum, Sedum acre, Glaucium flavum, Ephedra fragilis, Anthemis tomentosa, Euphorbia terracina.
Ανάμεσα σε σχισμές των βράχων φύονται θάμνοι που βρίσκονται στο όριο της προς θάλασσα εξάπλωσής τους και λόγω της επίδρασης του θαλασσινού ανέμου που δρά περιοριστικά στην καθ' ύψος αυξησή, παρουσιάζουν νανώδη μορφή και ελαχιστοποιημένη ανάπτυξη. Οι θάμνοι που εμφανίζονται στις θέσεις αυτές είναι, Juniperus phoenicea, Pistacia lentiscus, Genista acanthoclada, Sarcopoterium spinosum, Anthyllis hermaniae και συχνά, Smilax aspera σε έρπουσα μορφή.
Είναι χαρακτηριστική η ανάπτυξη της θαμνώδους βλάστησης των αειφύλλων πλατυφύλλων που κατεβαίνουν χαμηλά, κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας, κατά μήκος της υπήνεμης ανατολικής ακτής της Σφακτηρίας, και η πρόσμιξη της διάπλασης αυτής με τις μεγαλύτερες ή μικρότερες αποικίες που σχηματίζει σε απόκρημνες βραχώδεις πλαγιές, ο νανώδης θάμνος Ptilostemon chamaepeuce.
Τέλος πρέπει να αναφερθεί η παρουσία στον οικότοπο, του σπάνιου ενδημικού είδους, Arenaria peloponnesiaca (Ιατρού, 1986)

1410 Μεσογειακά αλίπεδα της Juncetalia maritimi (Juncion maritimi - Puccinelion festuciformis Br.-Bl. '31)

Πρόκειται για οικότοπο που χαρακτηρίζεται από την υψηλή παρουσία των Juncus sp.p. και ιδιαίτερα των ειδών Juncus acutus και Juncus maritimus. Τα είδη αυτά αποικίζουν εδάφη μέτριας μηχανικής σύστασης, κατακλυζόμενα ή με ψηλή υπόγεια στάθμη νερού, σε θέσεις μετάβασης από περιβάλλον υψηλής αλατότητας σε γλυκό. Τέτοιες υφάλμυρες εδαφικές συνθήκες δημιουργούνται συνήθως σε χαμηλές εσωτερικές θέσεις που επηρεάζονται σε μέτριο βαθμό από την υπόγεια θαλάσσια στάθμη. Κατά συνέπεια στις ζώνες αυτές οι φυτοκοινωνίες των Juncus sp.p., συχνά συνοδεύονται από είδη με σημαντική διαβάθμιση στις απαιτήσεις τους σε αλατότητα και υγρασία εδάφους.
Στη περιοχή μελέτης ο οικότοπος εμφανίζεται στο δυτικό τμήμα της λουρονησίδας που χωρίζει τη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας από τον κόλπο της Πύλου. Στη βλάστηση εκτός από τα είδη Juncus acutus και Juncus maritimus συμμετέχουν τα Saccharum ravannae, Tamarix hampeana, Juncus conglomeratus, Juncus articulatus, Rubus ulmifolius, ενώ σε αυξημένης αλατότητας θέσεις προσμιγνύονται σε φάσεις τα αλόφυτα, Sarcocornia perennis, Salicornia europaea, Halimione portulacoides, Limonium vulgare και σπανιότερα, Aster tripolium.

 

1420 Μεσογειακές και θερμοατλαντικές αλόφιλες λόχμες της Arthrocnemetalia-fruticosae (Arthrocnemion fruticosi Br.-Bl. '31 - Salicornion fruticosae Br.-Bl. '31)

Ο τύπος αυτός περιλαμβάνει τις πρόδρομες φυτοκοινωνίες πολυετών, αποκλειστικών αλοφύτων. Αναπτύσεται πάνω σε επίπεδες, ιλυώδεις αποθέσεις, που επηρεάζονται από το θαλασσινό νερό είτε άμεσα κατά την πλημμυρίδα, είτε υπογείως, δια μέσου της τριχοειδούς ανύψωσης του νερού από το υδροφόρο στρώμα. Οι φυτοκοινότητες του οικότοπου αυτού υπόκεινται σε συνεχή διαδοχή ως συνέπεια της δυνατότητας που έχουν τα είδη να παγιδεύουν και να συγκρατούν με τα βλαστικά τους μέρη την ιλύ, ανυψώνοντας έτσι σταδιακά το επίπεδο του εδάφους. Η διαδικασία αυτή παράλληλα με την ετήσια προσθήκη οργανικής ουσίας, μεταβάλλει τις συνθήκες του σταθμού και προσφέρει τη δυνατότητα αποίκισης σε νέα είδη, ακόμη και από έτος σε έτος.
Στη περιοχή μελέτης, ο οικότοπος εντοπίστηκε σε θέσεις περιμετρικά της λιμνοθάλασσας. Η φυτοκάλυψη στις θέσεις αυτές εναλλάσεται συχνά με γυμνές εκτάσεις ενώ η οικολογική εξειδίκευση των αλοφύτων έχει ως αποτέλεσμα την εμφανισή τους υπό μορφή φάσεων (θέσεων πυκνής ανάπτυξης ατόμων ενός μόνο είδους).
Πρόκειται για τύπο φτωχό σε χλωριδική σύνθεση με χαρακτηριστικά τα είδη, Sarcocornia perennis, Arthrocnemum macrostachyum και το ετήσιο Salicornia europaea. Επίσης εμφανίζονται τα είδη Aster tripolium, Polypogon maritimus ενώ σημαντική είναι η παρουσία σε πυκνές φάσεις του Juncus maritimus, στο ανατολικό τμήμα της λουρονησίδας.

2110 Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες (Agropyrion juncei Gehu et al. '84)

Στον οικότοπο αυτό εντάσσονται οι χαμηλές αμμοθίνες της ακτογραμμής. Αυτές σχηματίζουν το πρώτο μέτωπο ανύψωσης του χαλαρού αμμώδους υποστρώματος, μετά τη ζώνη του χειμέρειου κύματος και επειδή αποτελούν το πρώτο στάδιο εξέλιξης στο αμμοθινικό σύστημα ονομάζονται και "εμβρυώδεις" ή "εμβρυονικές" Χαρακτηρίζονται από συνεχή κίνηση και μεταβολή του σχήματός τους ειδικά κατά τη χειμερινή περίοδο που η ένταση του ανέμου είναι αυξημένη. Αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι το ύψος τους να παραμένει χαμηλό και η φυτοκάλυψη τους αραιή.
Στη περιοχή μελέτης, ο οικότοπος εμφανίζεται κατά μήκος της ακτογραμμής στη λουρονησίδα που χωρίζει την λιμνοθάλασσα από τον κόλπο της Πύλου και περιλαμβάνει την μπροστινή αμμώδη ζώνη αμέσως μετά τη γυμνή από βλάστηση ζώνη του χειμέριου κύματος. Η ζώνη αυτή έχει μεταβλητό πλάτος, ξεκινώντας από πολύ στενή, ανατολικά (3-5 μ.) και στη συνέχεια προοδευτικά αυξάνεται και καταλήγει σε πλάτος μεγαλύτερο από 15 μέτρα, ενώ το ύψος του μετώπου των θινών είναι γενικά χαμηλό, δεν ξεπερνάει το 1 μέτρο.
Σε όλη την έκταση του οικότοπου η τυπική χλωρίδα εμφανίζεται με υψηλή ποικιλότητα και παρουσιάζει άριστη αντιπροσωπευτικότητα ενώ αντίθετα η δομή είναι μέτρια, γεγονός που πρέπει να οφείλεται μεταξύ άλλων και στην αυξημένη πίεση που δέχεται τα τελευταία χρόνια ο χώρος, από κατασκηνωτές και λουόμενους.
Η απογραφή των τυπικών αμμόφιλων ειδών, των κλάσεων Cakiletea maritimae και Ammophiletea, που έγινε σε όλη την έκταση του οικότοπου, έδωσε τα εξής αποτελέσματα :
Σημαντική παρουσία του ριζωματογεώφυτου Elymus farctus, χαρακτηριστικό της φυτοκοινωνίας Agropyrion juncei που εγκαθίσταται στις χαμηλές θίνες.
Πλήρης απουσία του είδους Ammophila arenaria, χαρακτηριστικό της Αmmophiletum arundinaceae, που αποικίζει τις υψηλές αμμοθίνες.
Σημαντική παρουσία των ειδών : Euphorbia paralias, Xanthium strumarium, Silene nicaeensis, Otanthus maritimus.
Προσμιγνυόμενα τα είδη : Salsola soda, Sporolobus pungens, Anthemis tomentosa, Eryngium maritimum, Cakile maritima, Matthiola tricuspidata, Polygonum maritimum, Cyperus capitatus, Medicago marina, Echinophora spinosa.

 

2120 Kινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria (λευκές θίνες) (Ammophilion arenarie Br.-Bl. '31)

O οικότοπος περιλαμβάνει το σύστημα των κινούμενων αμμοθινών (λευκών θινών) της Βοϊδοκοιλιάς. Εμφανίζεται, μετά την πλάτους 20 μ. γυμνή από βλάστηση ζώνη κυματισμού, ως μέτωπο ύψους 1,5 - 3 μέτρων που χαρακτηρίζεται από την παρουσία του ριζοματογεώφυτου Ammophila arenaria. Το είδος αυτό, καταλαμβάνει κατ' αποκλειστικότητα την κορυφή αμμοθινών που συνήθως ξεπερνούν σε ύψος τα 2 μέτρα (Lavrentiades, 1964). Η δυνατότητά του να αναπτύσσει ένα σχεδόν απεριόριστου μήκους και βάθους ρίζωμα, το κάνει ικανό να ακολουθεί τις μεταβολές σε μεγέθος και σχήμα των αμμοθινών και να δικτυώνει εσωτερικά τους αμμώδεις λοφίσκους πετυχαίνοντας το πρώτο σημαντικό βήμα στη διαδικασία σταθεροποίησης.
Στη σύνθεση της βλάστησης, εκτός από την Ammophila arenaria που χαρακτηρίζει τον οικότοπο, επικρατούν είδη των υψηλών αμμοθινών (φυτοκοινωνία Αmmophiletum arundinaceae) όπως : Eryngium maritimum, Otanthus maritimus, Silene nicaeensis, Medicago marina, Euphorbia paralias και σπάνια Calystegia soldanella (μοναδική θέση σε όλη τη περιοχή μελέτης)

2250 * Λόχμες των παραλιών με αρκεύθους (Quercetalia ilicis Riv. Mart. '68)

Ο οικότοπος περιλαμβάνει την αμιγή συστάδα φοινικικής αρκεύθου (Juniperus phoenicea) που εξαπλώνεται στη Βοϊδοκοιλιά, καθώς και τη γραμμική συστάδα αρκεύθου-αειφύλλων πλατυφύλλων που εκτείνεται κατά μήκος της λουρονησίδας. Ολόκληρη η συστάδα της Βοϊδοκοιλιάς, εδράζεται σε αμμώδες υπόθεμα, με συγκόμωση χαλαρή έως αραιή. Τα άτομα της αρκεύθου, παρουσιάζουν θαμνώδη ανάπτυξη, με μέσο ύψος τα 3 μέτρα. Ενδιαμέσως των άρκευθων, συχνά εμφανίζεται ο ημίθαμνος Thymus capitatus, με τη χαρακτηριστική προσκεφαλαιόμορφη ανάπτυξη. Ελάχιστες είναι οι προσμίξεις από άλλα θαμνώδη είδη όπως τα Pistacia lentiscus, Sarcopoterium spinosum, και Osyris alba.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι θάμνοι της Juniperus phoenicea, δρουν στη περιοχή αυτή ως νησίδες βιοποικιλότητας, δημιουργώντας κάτω από την κόμη τους μικροπεριβάλλον που μετριάζει τις ακραίες κλιματεδαφικές συνθήκες των αμμοθινών και ευνοεί την ανάπτυξη άλλων ειδών και κυρίως του Prasium majus (που απαντάται σχεδόν παντού) και των αναρριχητικών (που αποκτούν στήριγμα) Rubia peregrina και Smilax aspera.
Στις αμμοθίνες της Βοϊδοκοιλιάς, απαντώνται όλα τα ψαμμόφυτα που έχουν καταγραφεί στα δύο άλλα αμμοθινικά ενδιαιτήματα της περιοχής, δηλαδή τις υποτυπώδεις κινούμενες θίνες (2110) και κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria (2120), εκτός από το Pancratium maritimum.
Oι δύο οικότοποι που στη Βοϊδοκοιλιά εμφανίζονται σε συνέχεια (2120 & 2250) θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ένα ενιαίο οικοσύστημα που αποτελεί φυσικό απόθεμα υψηλής βιολογικής και αισθητικής αξίας και επιβάλλεται η λήψη των απαραίτητων μέτρων που θα εξασφαλίσουν την ανάδειξη, προστασία και διατήρησή του.
Στη δεύτερη εμφάνιση του οικότοπου η Juniperus phoenicea εμφανίζεται πάνω σε αμμώδες υπόστρωμα στη λουρονησίδα και δημιουργεί γραμμική συστάδα με ισχυρή μίξη αειφύλλων πλατυφύλλων. Για το λόγο αυτό ο οικότοπος δίνεται με μειωμένη αντιπροσωπευτικότητα (C).
Η συστάδα με πλάτος που κυμαίνεται μεταξύ των 20 και 30 μ. εμφανίζει πυκνή συγκόμωση και την εξής σύνθεση ειδών : Κυριαρχεί μερικώς η Juniperus phoenicea και ακολουθούν τα είδη, Pistacia lentiscus, Phillyrea media, Quercus coccifera, Cistus incanus και σπανιότερα, Olea europaea, Ruscus aculeatus, Calicotome villosa, Osyris alba, Smilax aspera, Rhamnus alaternus, Myrtus communis, Anthyllis hermanniae, Genista acanthoclada.
Στον όροφο ποωδών : Chrysanthemum coronarium, Pallenis spinosa, Thymus capitatus, Allium sphaerocephalon, Juncus conglomeratus, Lagurus ovatus, Alkanna tinctoria, Avena sterilis, Echium vulgare, Hordeum murinum, Helichrysum italicum, Trifolium angustifolium, Prasium majus, Asparagus angustifolius.

 

3190 Καλαμώνες (Phragmition Koch '26)

Ο οικότοπος των καλαμώνων εξαπλώνεται ανατολικά της λιμνοθάλασσας δίπλα στο ανάχωμα (θέση Βάλτος), όπου σχηματίζονται αποικίες από το ψηλό ελόφυτο Phragmites australis. Το είδος αυτό απαιτεί για την ανάπτυξή του γλυκό ή χαμηλής περιεκτικότητας σε αλάτι, στάσιμο νερό. Εμφανίζεται επίσης σποραδικά, κατά μήκος των καναλιών και των αρδευτικών τάφρων της περιοχής.

5331 Διαπλάσεις της Euphorbia dendroides (Euphorbietea dendroidis Zohary et Orshan '66)

Ο οικότοπος περιλαμβάνει συστάδες της Euphorbia dendroides, στην θέρμο-Μεσογειακή ζώνη. Tο είδος αυτό που είναι λείψανο του Τριτογενούς, Μακαρονησιωτικής βιογεωγραφικής προέλευσης, αποτελεί σήμερα το μοναδικό μακροφανερόφυτο, εκπρόσωπο, του γένους στη Μεσόγειο. Αντίστοιχης φυσιογνωμίας και ανάπτυξης είδη Euphorbia, εξαπλώνονται σήμερα στην Αφρική και στα Κανάρια νησιά. Αναπτύσσεται σε μορφή θάμνου ή μικρού δέντρου (2-3 μέτρων ύψος) και σχηματίζει αποικίες σε ασβεστολιθικά κυρίως εδάφη καταλαμβάνοντας τις θερμές νότιες, νοτιοανατολικές και νοτιοδυτικές εκθέσεις. Χαρακτηριστική προσαρμογή στις ξηροθερμικές συνθήκες του περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύσσεται, αποτελεί η θερινή φυλλόπτωση.
Στη περιοχή μελέτης εμφανίζεται κυρίως στο λόφο του Παλαιόκαστρου, πάνω σε σκελετικά ή αβαθή, ασβεστολιθικά εδάφη, όπου και σχηματίζει μικτό χαλαρής συγκόμωσης θαμνώνα, με την φοινικική άρκευθο (Juniperus phoenicea). Επίσης, εμφανίζεται με μικρή παρουσία, στο ανατολικό τμήμα της νήσου Σφακτηρίας.

5420 Φρύγανα Sarcopoterium spinosum (Cisto-Micromerietalia Oberd. '54)

Οι χαμηλές διαπλάσεις των φρυγάνων της θερμο-Μεσογειακής ζώνης, καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο τμήμα της νήσου Σφακτηρίας. Αποτελούν εν μέρει ανθρωπογενή οικότοπο και δείκτη βόσκησης και είναι γεγονός ότι η έντονη βόσκηση στο παρελθόν, ευνόησε την εξαπλωσή του οικότοπου στα αβαθή ασβεστολιθικά εδάφη της νήσου έως και την κορυφή (151μ.). Τα τελευταία χρόνια το νησί σταμάτησε να βόσκεται και μπόρεσαν οι φρυγανικές διαπλάσεις να αποκτήσουν δομή σύμπυκνη, φυσιογνωμία που αποτελεί σπάνιο φαινόμενο, σε αντίθεση με την χαρακτηριστική ημισφαιρική που έχει ευρύτατη εξάπλωση. Έτσι σήμερα εμφανίζονται ως ένας συνεχής και αδιάσπαστος χαμηλός τάπητας, ομοιόμορφου ύψους (περίπου 40 εκ. μέγιστο), στον οποίο ως βασικός περιοριστικός παράγοντας, δρά μόνο ο επικρατών θαλάσσιος άνεμος.
Σε θέση τυπικής εμφάνισης της παραπάνω φυσιογνωμίας, η βλάστηση παρουσιάζει εδαφοκάλυψη = 98%, max ύψος = 35 εκατ. και σύνθεση ειδών ως εξής : Κυριαρχεί η Genista acanthoclada με κάλυψη> 50%, ακολουθούν τα Sarcopoterium spinosum, Pistacia lentiscus και Quercus coccifera και συμμετέχουν με μικρά ποσοστά κάλυψης τα είδη, Asparagus acutifolius, Smilax aspera, Cistus incanus, Thymus capitatus, Helichrysum italicum, Asphodelus fistulosus, Phillyrea latifolia, Calicotome villosa, Lonicera implexa, Convolvulus altheoides.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός της απουσίας ετήσιων και πολυετών ποωδών ειδών από τη βλάστηση, το οποίο εξηγείται από την έλλειψη φωτισμού του εδάφους που δημιουργεί η κλειστή συγκόμωση των φρυγάνων. Παρ' όλα αυτά ο τύπος αποτελεί το βασικό βιότοπο δύο ενδημικών βολβογεωφύτων, του Allium callimischon και του Allium circinatum ssp. peloponnesiacum.
Στη βλάστηση της νήσου πρέπει να προστεθεί η εμφάνιση της χαλεπίου πεύκης (Pinus halepensis) σε ομάδες και λόχμες στο κεντρικό και νότιο τμήμα, η ανάπτυξη των αειφύλλων πλατυφύλλων στην υπήνεμη ανατολική πλευρά, καθώς και η σποραδική παρουσία της Euphorbia dendroides σε ανατολικές και νοτιοανατολικές εκθέσεις του βόρειου τμήματος.

8130 Σπήλαια

Πρόκειται για το σπήλαιο του Νέστορος, εντός του αρχαιολογικού χώρου της Βοιδοκοιλιάς. Ως ενδιαίτημα αποτελεί βιότοπο διαχείμανσης και αναπραγωγής για διαφορα είδη νυχτερίδων.

92C0 Δάση ανατολικού πλατάνου (Platanion orientalis Karpati '62)

Ο οικότοπος αυτός περιλαμβάνει τα παρόχθια, (παραποτάμια ή παραλίμνια) δάση του Platanus orientalis στην Ελλάδα. Τα δάση αυτά αποικίζουν περισσότερο ή λιγότερο χαλαρές αλλουβιακές αποθέσεις, μεγάλων ποταμών και χειμάρρων μόνιμης ή παροδικής ροής. Τα εδάφη στις θέσεις αυτές είναι συνήθως βασικά, πλούσια σε θρεπτικά στοιχεία, με υψηλή υπόγεια στάθμη νερού ή/και περιοδική-εποχική κατάκλυση. Η βλαστησή τους χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη ανάπτυξη του υπορόφου και την έντονη παρουσία αναρριχητικών ειδών.
Ο οικότοπος στη περιοχή μελέτης εμφανίζεται κατά μήκος του ρέματος Σέλας. Σχηματίζει δάσος-στοά το οποίο κατά τόπους εκτείνεται σε πλάτος μεγαλύτερο των 100 μέτρων. Ο όροφος των δέντρων αποτελείται από ώριμα άτομα Platanus orientalis με μέγιστο ύψος που πλησιάζει τα 20 μέτρα και μέση μέγιστη διάμετρο 70 εκ. Η φυτοκάλυψη των δέντρων είναι 90-95%. Εντυπωσιακή είναι η παρουσία στον όροφο των δέντρων του κισσού (Hedera helix) ο οποίος στις περισσότερες περιπτώσεις καλύπτει πλήρως τους κορμούς.
Ο υπόροφος αποτελείται από τον όροφο των θάμνων και τον όροφο των ποωδών.
Στους θάμνους κυριαρχούν με εντυπωσιακή σε ύψος αύξηση τα είδη, Nerium oleander (που φτάνει τα 6 μέτρα μέγιστο ύψος) και Vitex agnus-castus (4 μέτρα μέγιστο ύψος), ενώ έντονη παρουσία έχουν τα είδη, Rubus ulmifolius, Αrundo donax, Phragmites australis και Platanus orientalis. Στον όροφο των θάμνων γίνεται φανερή η μεγάλη ποικιλότητα και συμμετοχή που έχουν τα αναρριχητικά είδη στα παραποτάμια οικοσυστήματα και ιδιαίτερα αυτά της θερμο-μεσογειακής ζώνης. Έτσι εδώ συναντάμε τα αναρριχητικά, Hedera helix, Clematis vitalba, Tamus communis, Vitis vinifera, Rubia peregrina, Calystegia sepium.
Στον όροφο των ποωδών κυριαρχεί η Urtica dioica, ενώ συμμετέχουν ακόμη τα Carex pendula, Arum italicum, Orobanche sp.
Επειδή ο συγκεκριμένος οικότοπος αποτελεί νησίδα υψηλής βιοποικιλότητας και οικοποικιλότητας για την ευρύτερη περιοχή, καθώς και καταφύγιο για την άγρια πανίδα, επιβάλλεται η λήψη μέτρων διατηρησής του.

1140x1420 Λασπώδεις και αμμώδεις επίπεδες εκτάσεις με Μεσογειακές και θερμοατλαντικές αλόφιλες λόχμες της Arthrocnemetalia-fruticosae

Στον οικότοπο περιλαμβάνονται οι επίπεδες λασπώδεις εκτάσεις που μένουν ακάλυπτες από το νερό για αρκετό χρονικό διάστημα έτσι ώστε να μπορούν να εποικιστούν από πρόδρομες χαλαρές κοινότητες αλοφύτων. Πρόκειται για το αρχικό στάδιο εγκατάστασης βλάστησης στις επιφάνειες αυτές και η συνολική εδαφοκάλυψη δεν ξεπερνάει το 50%. Ο τύπος εντοπίστηκε στη θέση Σβάρνα μεταξύ των γυμνών επιφανειών και των αλιπέδων, με συμμετοχή των ειδών Sarcocornia perennis, Salicornia europaea.

1410x92D0 Μεσογειακά αλίπεδα της Juncetalia maritimi με θερμο- Μεσογειακά παρόχθια δάση-στοές (Nerio-Tamaricetae)

Ο μικτός αυτός τύπος εμφανίζεται ανατολικά της λιμνοθάλασσας στη θέση "Βάλτος". Πρόκειται για υγρά λιβάδια στα οποία κυριαρχεί το Juncus acutus και διαφοροποιείται από τον τύπο 1410 (μεσογειακά αλίπεδα της Juncetalia maritimi) λόγω της αυξημένης παρουσίας του Tamarix hampeana. Τα λιβάδια αυτά έχουν στο παρελθόν καλλιεργηθεί τουλάχιστον στα ψηλότερα και γλυκότερα τμηματά τους. Σήμερα υπόκεινται σε ελαφριά κτηνοτροφική χρήση. Η παρουσία καναλιού που εμπλουτίζει με γλυκό νερό τον υδροφορέα αντανακλά στη σύνθεση της βλάστησης από την οποία απουσιάζουν τα αποκλειστικά αλόφυτα είδη. Εκτός των Tamarix hampeana και Juncus acutus, στη θέση αυτή καθώς και σε άλλα υγρά λιβάδια που επηρεάζονται από το νερό καναλιών, εμφανίζονται μεταξύ άλλων τα είδη, Iris pseudacorus, Orchis laxiflora, Parecuntellia viscosa, Calystegia sepium, Bromus hordaceus, Vitex agnus-castus, Salix alba, Arundo donax, Nerium oleander, Phragmites australis, Lythrum cf junceum, Typha sp., Equisetum sp. κ.λ.π.
Η αλλαγή του περιβάλλοντος κατά τη μετάβαση σε συνθήκες αύξημένης της αλατότητας του εδάφους, υποδηλώνεται με την εμφάνιση και κυριαρχία ειδών όπως τα Aster tripolium, Polypogon maritimus, Atriplex halimus κ.λ.π.

2110x92D0 Υποτυπώδεις κινούμενες θίνες με θέρμο-Μεσογειακά παρόχθια δάση- στοές (Νerio-Tamaricetae)

Πρόκειται για οικότοπο που περιλαμβάνει χαμηλές αμμοθίνες ή επίπεδο αμμώδες υπόθεμα και παράλληλα, συστάδες Tamarix σε μη αποστραγγιζόμενες θέσεις, εσωτερικά των αμμοθινών.
Η προς τη θάλασσα ζώνη (ζώνη αμμοθινών) έχει μέγιστο πλάτος 20 μέτρα και περιέχει σε μεγάλο ποσοστό χοντρόκκοκο υλικό (χαλίκια, μικροί λίθοι), λόγω αιολικής διάβρωσης.
Στη ζώνη αυτή τη βλάστηση συνθέτουν κυρίως αμμόφιλα και αμμονιτρόφιλα είδη (της κλάσεως Cakiletea maritimae), όπως Cakile maritima, Salsola soda, Matthiola tricuspidata, Crithmum maritimum, Hordeum marinum, Elymus farctus, Eryngium maritimum, Sporolobus pungens, Medicago marina.
Στην προς τη χέρσο ζώνη, το έδαφος σχηματίζει κοιλότητες που κατακλύζονται από νερό και τα βαθύτερα σημεία παραμένουν πλημμυρισμένα για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως υποδηλώνει η απουσία βλάστησης στις θέσεις αυτές.
Τα χαμηλότερα σημεία στις κοιλότητες αποικίζουν αλόφυτα είδη όπως, Salicornia europaea, Salsola soda, Polypogon maritimus, Hordeum marinum, Halimione portulacoides ενώ συμμετέχουν ακόμη τα Juncus acutus, Cakile maritima, Lagurus ovatus, Rumex bucephalophorus, Phragmites australis, Vitex agnus-castus, Arundo donax, Calystegia sepium.
O οικότοπος δεν αποδίδει την τυπική μορφή αμμοθινών ή συστάδων με Τamarix, αλλά λόγω της προφανούς κατάκλυσης με νερό, ενδέχεται να αποτελεί τόπο σημαντικό για την ορνιθοπανίδα.

2120x2250 Κινούμενες θίνες της ακτογραμμής με Ammophila arenaria και λόχμες των παραλιών με αρκεύθους (Juniperus sp.p.)

Πρόκειται για τον οικότοπο των υψηλών κινούμενων αμμοθινών, στις εσωτερικές θέσεις των οποίων εγκαθίσταται θαμνώδης βλάστηση, με κυριαρχία αιωνόβιων ατόμων Juniperus phoenicea. Eκτείνεται κατά μήκος των παραλιών Πετροχωρίου και Ρωμανού διακοπτόμενος κατά θέσεις, από βραχώδεις απολήξεις πλάτους μερικών δεκάδων μέτρων, και συνεχίζει έως τη θάση "Μάτι".
Ο οικότοπος των αμμοθινών στη ζώνη αυτή παρουσιάζει άριστη αντιπροσωπευτικότητα, τόσο στη φυσιογνωμία - πλάτος ψηλών θινών σε σημεία 120-150 μέτρα, ύψος που ξεπερνάει τα 12 μέτρα στο Πετροχώρι - όσο και στη χλωριδική σύνθεση.
Στο Πετροχώρι, επίσης κάνει την εμφάνισή του κατά ομάδες, το βολβογεώφυτο Pancratium maritimum, το οποίο βρίσκεται υπό άμεσο κίνδυνο εφόσον πολύ κοντά στις λίγες θέσεις εξάπλωσής του (μια τέτοια θέση είναι : 36 58 46 / 21 39 21), λειτουργούν εξοχικά εστιατόρια και υπαίθρια αναψυκτήρια (bars). H λειτουργία των κέντρων αυτών, (που πρέπει να σημειωθεί ότι έχουν τοποθετήσει περιφράξεις πολύ κοντά στον αιγιαλό και έχουν φυτεύσει ξενικά είδη όπως φοίνικες και μπανανιές) θέτει υπό άμεσο κίνδυνο υποβάθμισης και τη δομή των αμμοθινών αλλά και την υπόλοιπη αμμόφιλη χλωρίδα.
Τέλος, πρέπει αναφορικά με την βλάστηση του οικότοπου να αναφερθεί η εκτεταμένη όψη από Glaucium flavum, που εντοπίστηκε βόρεια του ακρωτηρίου Ρωμανός, κοντά στο όριο της υπό μελέτη περιοχής.

3.2.2.1 Χλωριδικές καταγραφές


Σημαντικά είδη χλωρίδας.

CARYOPHYLLACEAE

Arenaria peloponnesiaca Rech. fil. (Αρενάρια η Πελοποννησιακή)
- Πόα, Θερόφυτο (Tscap), Μονοετές (An)
- Ενδημικό (End) : ΝΔ Πελοπόννησος, νησιά Ιονίου (Αντίπαξοι, Ζάκυνθος, Μαραθονήσι)
- Χασμόφυτο ασβεστολιθικών βράχων και τειχών, κοντά στη θάλασσα.
- Ερυθρός κατάλογος της IUCN για την Ελλάδα, (Rare)
Ερυθρός κατάλογος της IUCN σε παγκόσμιο επίπεδο, (Rare)
European Red List, (Rare)
Κατάλογος Συμβουλίου της Ευρώπης, (Rare)
Κατάλογος απειλούμενων φυτών CORINE
Π.Δ. 67/1981

RANUNCULACEAE

Ranunculus millii Boiss. & Heldr. (Βατραχάκι)
- Πόα, Ριζωματογεώφυτο, (Grhiz), Πολυετές (Ρ)
- Ενδημικό της Πελοποννήσου (End)
- Λιβάδια στη χαμηλή ζώνη
- Ερυθρός κατάλογος της IUCN για την Ελλάδα, (Rare)
Ερυθρός κατάλογος της IUCN σε παγκόσμιο επίπεδο, (Rare)
European Red List, (Rare)
Κατάλογος Συμβουλίου της Ευρώπης, (Rare)
Π.Δ. 67/1981


PLUMBAGINACEAE

Limonium pylium Artel. (Λιμόνιο της Πύλου)
- Πόα, Ημικρυπτόφυτο (Hros), Πολυετές (Ρ)
- Ενδημικό της ΝΔ Πελοποννήσου (End)
- Βραχώδεις και πετρώδεις θέσεις κυρίως σε ασβεστόλιθο
- Σπάνιο. Δέν υπάγεται σε καθεστώς προστασίας ή σε καταλόγους διατήρησης σπάνιων και απειλούμενων ειδών.


LILIACEAE

Allium circinatum Sieber ssp. peloponnesiacum Tzan. (Αγριοκρέμμυδο)
- Πόα, Βολβογεώφυτο (Gbulb), Πολυετές (P)
- Ενδημικό της Πελοποννήσου (End)
- Φρύγανα ασβεστολιθικών εδαφών
- Ερυθρός κατάλογος της IUCN για την Ελλάδα, (Rare)
Ερυθρός κατάλογος της IUCN σε παγκόσμιο επίπεδο, (Rare)
European Red List, (Rare)
Κατάλογος Συμβουλίου της Ευρώπης, (Rare)
Π.Δ. 67/1981

Allium callimischon Link. (Αγριοκρέμμυδο το καλλίμισχο)
- Πόα, Βολβογεώφυτο (Gbulb), Πολυετές (P)
- Ενδημικό (End)
- Πετρώδεις θέσεις και φρύγανα
- Δέν υπάγεται σε καθεστώς προστασίας ή σε καταλόγους διατήρησης σπάνιων και απειλούμενων ειδών.

ORCHIDACEAE

Orchis laxiflora Lam. (Όρχιδέα η αραιανθής)
- Πόα, Βολβογεώφυτο (Gbulb), Πολυετές (P)
- Ευρωπαϊκό-Μεσογειακό (Euri-Medit)
- Υγρά λιβάδια και όχθες καναλιών
- CITES / 1982

Χαμαιλέων

Μονοπάτι της φύσης

Εθελοντική εργασία Περιβαλλοντική εκπαίδευση
Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία
Copyright © 2024 Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία
Θεμιστοκλέους 80, 10681, Αθήνα,
Τηλ/Fax: 210 8228704, 210 8227937,
e-mail: info@ornithologiki.gr
Κομνηνών 23, 54624, Θεσσαλονίκη, Τηλ/Fax. 2310 244245,
e-mail: thess@ornithologiki.gr