Ο Μαυροπετρίτης (Falco eleonorae) είναι ένα μεσαίου μεγέθους μεταναστευτικό γεράκι που έρχεται στην Μεσόγειο την Άνοιξη.
Από τα μέσα Απριλίου τρέφεται με ιπτάμενα έντομα (μυρμήγκια, ακρίδες, σκαθάρια) ενώ από μέσα Ιουλίου και μετά τρέφεται με μεταναστευτικά μικρόπουλα που συλλαμβάνει κατά την επιστροφή τους στο νότιο ημισφαίριο.
Ο πληθυσμός του Μαυροπετρίτη υπολογίζεται ότι συλλαμβάνει ετησίως 2 εκατομμύρια άτομα από το μεταναστευτικό κύμα του Φθινοπώρου σε σύνολο 6 δισεκατομμυρίων πουλιών που μεταναστεύουν ετησίως από την Ευρώπη προς την Αφρική.
Τα γεράκια κυνηγούν την λεία πάνω από την θάλασσα και φωλιάζουν κατά αποικίες σε ξερονήσια, ενώ τα μικρά τους εγκαταλείπουν την φωλιά νωρίς τον Οκτώβριο.
Η χώρα μας φιλοξενεί το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού του Μαυροπετρίτη που εκτιμάται σε 6000 περίπου ζευγάρια και εξαπλώνεται σε βραχονησίδες του Αιγαίου και τα δορυφορικά νησάκια γύρω από την Κρήτη.
Εκτός από τη ενόχληση, την τουριστική ανάπτυξη των μικρών νησιών και φυσικά την λαθρεμπορία των νεοσσών και των αυγών τους το είδος δεν δείχνει να απειλείται από τις γνωστές απειλές των υπολοίπων αρπακτικών όπως καταστροφή των βιοτόπων τους και την χρήση φυτοφαρμάκων. Ποτέ για παράδειγμα σε αυγά Μαυροπετρίτη δεν ανιχνεύθηκαν υψηλές συγκεντρώσεις οργανοφωσφωρικών ενώσεων όπως σε άλλα αρπακτικά πουλιά που τρέφονται με ζωντανή λεία.
Παρ' όλα αυτά ένα αναπάντεχο γεγονός το καλοκαίρι του 1999 στην Κρήτη αξίζει ιδιαίτερης προσοχής. Την περίοδο 1/7/99 - 18/8/99 έντεκα γεράκια έφτασαν στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης με συμπτώματα δηλητηρίασης.
Τα πουλιά είχαν συλλεχθεί στην περιοχή του Ηρακλείου σε μία ακτίνα που δεν ξεπερνούσε τα 15 χιλιόμετρα και είχαν βρεθεί σε χωράφια, ελαιώνες, αμπελώνες αλλά και ορισμένα κοντά στις Βόρειες ακτές του νησιού. Αξιοσημείωτο ήταν πως τα πουλιά δεν έδειχναν καμία σχέση με το περιβάλλον τους και καμία αντίδραση στην παροχή τροφής ή την επαφή τους με τους ανθρώπους.
Ένα από αυτά πέθανε στον δρόμο για τον Κέντρο Περίθαλψη Άγριων Ζώων (ΕΚΠΑΖ) της Αίγινας, ένα συλλέχθηκε νεκρό από την Δασική Υπηρεσία Ηρακλείου και δύο από αυτά πέθαναν στο Μουσείο μέσα σε 4 ώρες από την άφιξη τους. Στην τελευταία περίπτωση τους παρασχέθηκαν ενέσεις ατροπίνης που ενδείκνυνται για δηλητηριάσεις αλλά δυστυχώς ήταν μάταιο. Τα δύο αυτά άτομα διατηρήθηκαν σε καταψύκτη (-10* C) στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης.
Άλλα τέσσερα άτομα στάλθηκαν στο ΕΚΠΑΖ με το πλοίο πράγμα που σημαίνει πως τουλάχιστον 15 ώρες πέρασαν μέχρις ότου να παρασχεθεί ιατρική αγωγή. Τα υπόλοιπα τρία γεράκια παρέμειναν στο Μουσείο τους δόθηκε νερό, ταμπλέτες άνθρακα και ενέσεις ατροπίνης. Τα πουλιά αυτά ανέκαμψαν μετά από δύο, τρεις και τέσσερις μέρες αντίστοιχα.
Το γεράκι που βρέθηκε τελευταίο αφορούσε ένα ανώριμο άτομο όπου εκτός από τα συμπτώματα δηλητηρίασης ήταν σε άσχημη φυσική κατάσταση (αδύνατο) και αφού ταΐστηκε από το προσωπικό του Μουσείου απελευθερώθηκε μετά από 8 ημέρες. Αν εξαιρέσουμε αυτό το άτομο τότε όλα τα υπόλοιπα πουλιά βρέθηκαν τις περιόδους 1-12/7 και 2-9/8 γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως τα περιστατικά δηλητηρίασης παρουσίασαν δύο απότομες εξάρσεις.
Σίγουρα ο αριθμός των πουλιών που θα πέθαναν αλλά ποτέ δεν έφτασαν στα χέρια μας είναι μεγαλύτερος αλλά ποτέ μέχρι τώρα στην ιστορία της λειτουργίας του Μουσείου (1992-1999) δεν είχαν έρθει τόσα πολλοί Μαυροπετρίτες με συμπτώματα δηλητηρίασης σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Άλλα είδη που έφτασαν στο Μουσείο με παρόμοια συμπτώματα ήταν 2 ερωδιοί (1 Λευκοτσικνιάς και 1 Αργυροτσικνιάς), 1 Ασημόγλαρος και 10 Γερακίνες. Όλα τα παραπάνω είδη έχουν άλλες διατροφικές συνήθειες από τον Μαυροπετρίτη και κανένα δεν συλλέχθηκε την περίοδο 1/7 - 18/8, γεγονός που σημαίνει πως η χρήση κάποιου συγκεκριμένου αγροχημικού σκευάσματος έλαβε χώρα την περίοδο Ιουλίου, Αυγούστου και είχε άμεσες επιπτώσεις στο πληθυσμό του είδους. Βασιζόμενοι κυρίως σε δύο ενδείξεις η πρώτη σκέψη μας ήταν πως κάποιο οργανοφωσφωρικό η καρβαμίδιο ευρείας χρήσεως ήταν υπεύθυνο.
- Ορισμένα γεράκια συνήλθαν 2-4 ημέρες μετά το περιστατικό δηλητηρίασης γεγονός που σημαίνει πως το δηλητήριο αποδομήθηκε σχετικά σύντομα στα ψεκασμένα φυτά
- ή προσέλευση των πουλιών δεν ήταν σταθερή καθ' όλη την περίοδο Ιουλίου - Αυγούστου πράγμα που σημαίνει πως το δηλητήριο έχει μικρό χρόνο ημιζωής μέσα στον οργανισμό των πουλιών.
Η επίδραση στο πληθυσμό του Μαυτροπετρίτη από την χρήση τέτοιων σκευασμάτων είναι δύσκολο να εκτιμηθεί. Ωστόσο την ίδια περίοδο (καλοκαίρι 1999) ορισμένα δεδομένα που προέρχονται από μια μακροχρόνια μελέτη πάνω στο είδος ήταν αρκετά για να περιπλέξουν την κατάσταση.
Ο Dr Dietrich Ristow που μελετά μια αποικία του είδους σε κάποιο ξερονήσι βορείως της Κρήτης εδώ και 30 χρόνια ανέφερε για την χρονιά που μας πέρασε τον θάνατο 6 γερακιών νούμερο που δεν ξεφεύγει από τα φυσιολογικά πλαίσια σε μία αποικία με πάνω από 700 ζευγάρια.
Σε σύνολο όμως 150 περιπτώσεων νεκρών ενηλίκων πουλιών που έχουν κατά την διάρκεια της μελέτης του, ήταν πρώτη φορά όπου ένα γεράκι βρέθηκε νεκρό επωάζοντας. Τα αυγά επίσης έδειχναν πως το έμβρυα πέθαναν την περίοδο Ιουλίου - Αυγούστου.
Ακόμη χειρότερο ήταν το φαινόμενο της μειωμένης παραγωγικότητας. Ο συνολικός αριθμός νεοσσών που πτερώθηκαν ήταν 190 το χαμηλότερο νούμερο που έχει καταγραφεί στην συγκεκριμένη αποικία μέχρι σήμερα (1965-1995). Ο συνήθης αριθμός εκτιμάται σε 300 νεαρά ετησίως μία μείωση δηλαδή της τάξης του 30%.
Δυστυχώς η εξήγηση δεν άργησε να έρθει. Το τοξικολογικό εργαστήριο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης (υπεύθυνος Επικ. Καθ. Α. Τσατσάκης) προσφέρθηκε να αναλύσει τα νεκρά άτομα που διατηρούσε το ΜΦΙΚ. Η αιτία θανάτου των γερακιών ήταν το καρβαμίδιο Methomyl που πωλείται με την εμπορική ονομασία Lannate.
Eπιπλέον το περιφερειακό κέντρο προστασίας φυτών στο Ηράκλειο στην ετήσια αναφορά του στην Δ/νση Προστασίας Φυτικής Παραγωγής (Υπεύθυνος κ. Γ. Λεμπιδάκης) μας διαφώτισε ακόμη περισσότερο. Το 1999 ήταν η χρονιά τη Ευδεμίδας (Lobesia botrana) ένα έντομο που προσβάλει κυρίως το αμπέλι τρεφόμενο με τον καρπό του. Η κατανομή του καταλαμβάνει τις Μεσογειακές χώρες και συνήθως παρουσιάζει το καλοκαίρι τρεις γενιές (πτήσεις). Στη Κρήτη μπορεί και 4 αν το επιτρέπουν οι καιρικές συνθήκες.
Το καλοκαίρι του 1999 η εμφάνιση της Ευδεμίδας έλαβε χώρα τα μέσα Μαρτίου, τον Μάιο, τον Ιούλιο - Αύγουστο και τον Οκτώβριο. Ειδικά οι πυκνότητες της 2ης γενιάς ήταν μεγάλες και οι ζημιές στα αμπέλια τρομακτικές 75-90%. Αριθμός των επεμβάσεων των αγροτών στην καταπολέμηση της έφτασε τις 5-6 αποτέλεσμα του πανικού τους.
Η χρήση τοξικών εντομοκτόνων τεράστια με πρωταγωνιστή το Lannate λόγω της υψηλής τοξικότητας του. Βέβαια εκτός από την Ευδεμίδα ψεκάστηκαν και πολλοί άλλοι οργανισμοί όπως ακρίδες, σκαθάρια, μυρμήγκια και φυσικά πολλά μικρόπουλα που κυνηγούν έντομα σε αμπελώνες όπως φυλλοσκόποι.
Οι Μαυροπετρίτες την περίοδο που έλαβαν χώρα οι ψεκασμοί (Μάρτιο - Ιούλιο) τρέφονται στην Κρήτη με έντομα και επηρεάζονται έμμεσα από την χρήση των εντομοκτόνων. Επιπλέον την περίοδο Ιουλίου - Σεπτεμβρίου σε ημέρες άπνοιας που έρχονται λίγα μεταναστευτικά πουλιά, πηγαίνουν στην Κρήτη όπου αλλάζουν την δίαιτα τους και τρέφονται πάλι με έντομα.
Αυτό που έχει σημασία πέρα από την διατήρηση του είδους για το οποίο η Ελλάδα φέρει τεράστια ευθύνη αφού εδώ ενδημεί η πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού είναι οι κίνδυνοι της υπερβολικής χρήσης των εντομοκτόνων στο περιβάλλον αλλά και την δημόσια υγεία.
H περίοδος που επιτρέπεται να εισέλθει κάποιος σε ψεκασμένο χωράφι με Lannate είναι για προληπτικού λόγους μία εβδομάδα. Το Lannate δεν βλάπτει τα φυτά και είναι αποτελεσματικό ως συστηματικό εντομοκτόνο και ως εντομοκτόνο επαφής (δρα στο έντομο που τρέφεται με το ψεκασμένο φυτό αλλά και στο ίδιο το έντομο).
Είναι νευροτοξικό και χτυπά το ένζυμο χολιστερενάση που είναι απαραίτητο στην λειτουργία των νευρώνων. Συμπτώματα τοξίνωσης λόγω της απενεργοποίησης του ενζύμου είναι η αδυναμία, ναυτία, πόνοι στο στομάχι, μειωμένος καρδιακός παλμός και πονοκέφαλος και μπορούν να επέλθουν μέσα σε ένα 12ωρο. Η συχνή χρήση του εντομοκτόνου και η παρατεταμένη επαφή με το δέρμα αλλά κυρίως τα μάτια και η εισπνοή μπορούν να επιφέρουν τα παραπάνω συμπτώματα.
Ωστόσο ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ο χρόνος ημιζωής του στο περιβάλλον δηλαδή η χρονική διάρκεια που η συγκέντρωση του πέφτει στο ήμισυ. Στα φύλλα των φυτών 3-7 ημέρες, στο έδαφος περίπου 30 ημέρες, στα υπόγεια νερά 170 ημέρες ενώ σε επιφανειακά νερά 262 ημέρες. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως συχνοί ψεκασμοί απειλούν πρώτα εμάς τους ίδιους και ύστερα το περιβάλλον.
Τα πουλιά ως βιοδείκτες της υγείας ενός οικοσυστήματος μας προειδοποιούν για τον επικείμενο κίνδυνο αλόγιστης ή ανεξέλεγκτης χρήσης. Η πίεση για καταπολέμηση της ευδεμίδας με ηπιότερα μέσα θα πρέπει να γίνει από τους ίδιους τους αμπελουργούς που εκτίθενται κατά την εφαρμογή του αλλά και από τους καταναλωτές αφού με τους συχνούς και παρατεταμένους ψεκασμούς είναι μάλλον αδύνατο να καλύψουμε το χρονικό όριο ασφαλείας μέχρι την συγκομιδή των σταφυλιών.