|
|
Τα ερπετά της περιοχής της Πύλου
Τα αμφίβιαΤα αμφίβια στον όρμο του Ναυαρίνου και ιδιαίτερα κοντά στον υγρότοπο παρουσιάζουν μεγάλες πληθυσμιακές διακυμάνσεις ως προς το χρόνο και τους χώρους διαβίωσης. Καθοριστικός παράγοντας αυτών των διακυμάνσεων είναι η ετήσια βροχόπτωση που έχει άμεσο αντίκτυπο στην επιτυχία της αναπαραγωγής τους. Ένας άλλος παράγοντας επηρεαζόμενος από τη βροχόπτωση είναι οι μεγάλες διακυμάνσεις της αλατότητας στα όρια του υγρότοπου, που είναι δυντόν να φτάσει σε επίπεδα απαγορευτικά για την επιβίωση και αναπαραγωγή των αμφιβίων. Τα είδη των αμφιβίων που κυριαρχούν στην περιοχή του υγρότοπου, είναι ο χωματόφρυνος Bufo bufo και ο δεντροβάτραχος Hyla arborea. Τα υπόλοιπα είδη διαβιώνουν στις γύρω από την λιμνοθάλασσα περιοχές όπου υπάρχουν άφθονα γλυκά νερά Ο Κοινός Τρίτωνας Triturus vulgarisΣτον κύριο και το γύρο χώρο του υγρότοπου του Ναυαρίνου δεν έχουν βρεθεί ως τώρα τρίτωνες παρά τις συστηματικές έρευνες που έγιναν. Βρέθηκε όμως ένας μικρός πληθυσμός στη λεκάνη απορροής αρκετά μακριά προς το δήμο Χώρας. Με δεδομένη την ιδιάζουσα ευαισθησία που παρουσιάζει σαν είδος μπορούμε να υποθέσουμε ότι έχει εξαφανιστεί από τον υγρότοπο, ή έχει περιοριστεί σε πολύ μικρούς αριθμούς που είναι δύσκολο να παρατηρηθούν. Αιτίες που πιθανόν συνετέλεσαν στον περιορισμό ή την εξαφάνισή του από τον υγρότοπο είναι κυρίως ανθρωπογενείς όπως οι εκτεταμένες γεωργικές καλλιέργειες έξω και μέσα στο όρια του υγρότοπου, επιχωματώσεις και γεωλογικές ανακατατάξεις, ρύπανση των ρεμάτων από ελαιοτριβεία, καθώς και η συνεχώς αυξανόμενη αλατότητα θέσεων που θα μπορούσε να διαβιώσει και να αναπαραχθεί. Κατάλληλες περιοχές για τον Κοινό Τρίτωνα θεωρούνται βαθείς νερόλακκοι με βρόχινα νερά, σε υγρολίβαδα, γύρω από το βάλτο. Παλαιότερα τέτοιοι νερόλακκοι υπήρχαν πολλοί στη περιοχή σήμερα όμως οι συνθήκες έχουν δυσκολέψει για την επιβίωση του τρίτωνα. Ο πληθυσμός του Κοινού Τρίτωνα ανήκει στο υποείδος graecus. Οι στεριανές ΧελώνεςΣτη περιοχή του υγροβιότοπου του Ναυαρίνου, υπάρχουν και τα δύο είδη χερσαίων χελωνών της Πελοποννήσου. Η κοινή χελώνα Testudo hermanni, και ή κρασπεδοχελώνα Testudo marginata, που αποτελεί και ενδημικό είδος της νότιας Ελλάδας. Η κρασπεδοχελώνα, δείχνει να έχει πολύ καλή προσαρμοστικότητα σε άνυδρα και φτωχικά εδάφη που για την κοινή χελώνα Testudo hermanni θα αποτελούσαν σκληρή δοκιμασία. Πρόσφατα ανακοινώθηκε από τους Χονδρόπουλο Βασίλειο Επίκουρο Καθηγητή Βιολογίας και Χείρα Γιώργο ζωολόγο-ερευνητή, η παρουσία της Testudo marginata και στη νήσο Σφακτηρία, στο Ναυαρίνο. Ένα χαρακτηριστικό του εκεί πληθυσμού της Testudo marginata είναι το μικρό σχετικά μέγεθος τον ενήλικων ατόμων. Φαινόμενο συχνό στη νότια Πελοπόννησο που φαίνεται να έχει περισσότερο σχέση με τον ετήσιο κύκλο της τροφής και όχι με γενετικά χαρακτηριστικά. Η δυναμική του πληθυσμού και των δύο ειδών στη περιοχή δεν είναι σε καθόλου καλή κατάσταση. Αιτία είναι Τσιγγάνοι βουλγαρικής καταγωγής που τις έχουν κυριολεκτικά αποδεκατίσει καθώς αποτελούν γι΄ αυτούς σημαντικό ποσοστό της διατροφής τους. Τις συλλέγουν συστηματικά κατά οικογένειες και σε μεγάλους αριθμούς από παντού, πραγματοποιώντας οργανωμένες εξόδους σε υπαίθριους χώρους. Αυτό που βεβαιώνει τη δράση των Βουλγάρων Τσιγγάνων, είναι ο δυσανάλογα μικρός ή ανύπαρκτος αριθμός ενήλικων ατόμων χελωνών με αυτό των ανηλίκων. Αυτό συμβαίνει γιατί τα νεαρά άτομα είναι δυσδιάκριτα ενώ πραγματοποιούν λιγότερες και συντομότερες εξόδους σε αντίθεση με τα μεγάλα. Έτσι προσωρινά σώζονται. Στη νήσο Σφακτηρία υπάρχει ακόμα ένας μικρός αριθμός από κρασπεδοχελώνες Testudo marginata, ενώ στη λουρονησίδα του Διβαριού της Γιάλοβας έως σήμερα, σώζεται ένας πληθυσμός ενήλικων στεριανών χελωνών, που ξεπερνά τα 55 άτομα για τη Testudo hermanni και τα 20 άτομα για την Testudo marginata. Στο Παλαιόκαστρο έως σήμερα έχει βρεθεί μόνο μία αρσενική κρασπεδοχελώνα, σε τελείως δυσπρόσιτη θέση. Οι νεροχελώνεςΟι νεροχελώνες που συναντάμε ανήκουν σε δύο είδη: τη Στικτή νεροχελώνα Emys orbicularis και τη Γραμμωτή νεροχελώνα Mauremys caspica. Η αυξημένη αλατότητα που επικρατεί στον υγρότοπο έχει περιορίσει τις νεροχελώνες σε περιφερειακά κανάλια και ρέματα ενώ ένας μικρός πληθυσμός ζει απομονωμένος στις εκβολές του ποταμού Σελά που εκβάλει στο Ιόνιο στη παραλία Μπούκα κοντά στο χωριό Ρωμανός. Ο πληθυσμός των νεροχελωνών, βρίσκεται σε αναλογία 1:1 η δε δυναμική του διατηρείται σε σχετικά καλά επίπεδα. Τους καλοκαιρινούς μήνες αντιμετωπίζουν έντονη πίεση από τη ξηρασία, αφού τα νερά των καναλιών αντλούνται για άρδευση, ενώ τα νερά του υγρότοπου έχουν γίνει ήδη πολύ αλμυρά για να τις φιλοξενήσουν. Αυτό προκαλεί μεγάλες απώλειες στα νεαρά κυρίως άτομα τόσο στις μετακινήσεις τους για ανεύρεση γλυκού νερού όσο και στη θερινή νάρκωση που αναγκάζονται πολλά να καταφύγουν. Πίεση συλλογής από Βουλγάρους Τσιγγάνους είναι υπαρκτή αλλά αιχμαλωτίζονται πιο δύσκολα από τις στεριανές και έτσι επηρεάστηκαν λιγότερο μέχρι τώρα. Θαλάσσια Χελώνα Caretta carettaΟι παραλίες Βοιδοκοιλιά, Γλυφαδάκι, Ρωμανού και Μάτι αποτελούν βιότοπο αναπαραγωγής της Caretta caretta. Οι παραλίες ωοτοκίας έχουν συνολικό μήκος 3200μ. και πλάτος που κυμαίνεται από 10 έως 30μ. Βασικά προβλήματα στην αναπαραγωγική δραστηριότητα των θαλάσσιων χελωνών στην περιοχή αυτή αποτελούν η θήρευση των φωλιών από θηλαστικά Η θήρευση αποτελεί τη βασική απειλή του πληθυσμού των θαλασσίων χελωνών δεδομένου ότι ο σχετικά μικρός αριθμός φωλιών στην περιοχή πλήττεται κυρίως από αυτήν. Οι φυσικοί θηρευτές των φωλιών της θαλάσσιας χελώνας στην περιοχή είναι οι αλεπούδες (Vulpes vulpes) και οι σκύλοι.
Στα πλαίσια του προγράμματος LIFE, o Σ.Π.Θ.Χ. κατάρτισε τη Θερινή Στρατηγική Διαχείρισης με στόχο τη μακροπρόθεσμη αύξηση της επιτυχίας εκκόλαψης. Οι κύριες δράσεις ήταν:
Στατιστικά στοιχεία της αναπαραγωγής της Θαλάσσιας Χελώνας στη περιοχή για τις θερινές περιόδους 1998-2000 δίνονται παρακάτω: Αναπαραγωγική δραστηριότητα και κατανομή της Οι σαύρεςΕίναι πολύ σημαντικό ότι στο Ναυαρίνο συναντάμε τρία από τα τέσσερα ενδημικά είδη σαυρών της Πελοποννήσου. Τα δύο ανήκουν στην οικογένεια Lacertidae και είναι οι τοιχόσαυρες Podarcis peloponnesiaca και Algyroides moreoticus. Το τρίτο ανήκει στην οικογένεια Skincidae και είναι ο οφιόμορος Ophiomorus punctatissimus. 'Αξιο έρευνας είναι η πολύ σπάνια παρουσία ατόμων της οικογένειας Lacertidae στην λουρονησίδα του Διβαριού της Γιάλοβας όπου ζει και ο βασιλικός χαμαιλέοντας Chamaeleo africanus. Στην ίδια περιοχή βρέθηκαν μόνο δύο είδη, η μεγάλη πράσινη σαύρα Lacerta trilineata και η πελοποννησιακή σαύρα Podarcis peloponnesiaca σε πολύ μικρούς αριθμούς. Είναι πιθανό ότι ο χαμαιλέοντας εκτοπίζει με την παρουσία του ανταγωνιστικά είδη π.χ. της οικογένειας Lacertidae, ή τα δεύτερα προτιμούν πιο ανθρωπογενείς χώρους. O Aφρικανικός Χαμαιλέοντας Chameleo africanusΟι χαμαιλέοντες στην Ευρώπη βρίσκονται στις περιοχή της Νοτίου Ιβηρικής Χερσοννήσου, στην Μάλτα, στην Κύπρο και σε ελληνικά νησιά με τον μοναδικό πληθυσμό στη ηπειρωτική Ελλάδα στην Πύλο. Οι χαμαιλέοντες της Πύλου αναφέρθηκαν και περιγράφτηκαν για πρώτη φορά το 1989 (Boehme 1989) στη ταξονομία του Ευρωπαϊκού χαμαιλέοντα (Chamaeleo chamaeleon). Μόλις το 1998 αναγνωρίσθηκε ότι ανήκουν σε ένα δεύτερο είδος, τον Αφρικανικό χαμαιλέοντα (Chamaeleo africanus,Boehme et al 1998) όπου στην Ευρώπη βρίσκονται μόνο στην Πύλο. Το μέγεθος του είδους μπορεί να φτάσει τα 47.5 cm (συνολικό μήκος), πολύ μεγαλύτερο από τον Ευρωπαϊκό χαμαιλέοντα που φτάνει στην Ιβηρική χερσόνησο μόλις τα 29 cm. Ο χαμαιλέοντας ζει σε δενδρώδη βλάστηση και είναι αυστηρά εδαφικό ερπετό που προσαρμόζεται σε ζεστά κλίματα. Σαν ετεροθερμικά ζώα, είναι δραστήρια κατά τις ζεστές εποχές ενώ τον υπόλοιπο χρόνο αποσύρονται μέσα στους θάμνους και είναι πολύ λιγότερο δραστήρια ή καθόλου δραστήρια. Το χαρακτηριστικό του χαμαιλέοντα είναι ότι αλλάζει χρώματα, το οποίο τους χρησιμέυει ως καμουφλάζ, σαν ρυθμιστής θερμοκρασίας σώματος και ως μέσο επικοινωνίας μεταξύ τους. Τρέφεται με έντομα τα οποία πιάνουν με τη μακριά και κολλώδη γλώσσα τους. Η αναπαραγωγική τους περίοδος ξεκινάει τον Αύγουστο όπου τα αρσενικά και θηλυκά εγκαταλείπουν την περιοχή τους σε αναζήτηση συντρόφου. Τα θηλυκά ξεκινούν να γεννούν τα αυγά τους (μέχρι 98 αυγά) μετά από ένα μήνα. Η επώαση μέσα στην άμμο διαρκεί 11 μήνες. Ετσι τα νεοσσά εκκολάπτονται το επόμενο καλοκαίρι. Το μέγεθος κατά την εκκόλαψη είναι 6cm και γρήγορα θα μεγαλώσουν στα 13-14 cm πριν τον χειμώνα. Τότε θα σταματήσουν να μεγαλώνουν μέχρι το την επόμενη Ανοιξη όπου θα ξαναρχίσουν να μεγαλώνουν μέχρι να φτάσουν τον Ιούλιο τα 37 cm, μέγεθος που τα κάνει έτοιμα για την πρώτη αναπαραγωγή. Ο χαμαιλέοντας είναι ένα αργοκίνητο ζώο με μόνο όπλο κατά των θηρυτών την ικανότητά του να αλλάζει χρώματα ανάλογα με το γύρω περιβάλλον. Το ζώο είναι πολύ ευάλωτο όταν βρίσκεται στο έδαφος γιατί γίνεται εύκολα αντιληπτό από θηρευτές αφού δε μπορεί να κρυφτεί. Οι φυσικοί του εχθροί είναι οι αλεπούδες, κουνάβια, νυφίτσες, φίδια και αρπακτικά πουλιά. Οι πιο επικίνδυνοι εχθροί του είναι οι γάτες, οι σκύλοι και οι άνθρωποι.Τα ζώα αυτά εντοππίζουν τις φωλιές με την όσφρηση τις οποίες σκάβουν, τρώνε τα αυγά ή και τα μικρά ενώ επιτίθενται και στο θηλυκό αν βρίσκεται εκεί. Είναι μία πολύ σημαντική απειλή αφού ειδικεύονται στους χαμαιλέοντες ως εύκολη λεία. Ο άνθρωπος επίσης προκαλεί μεγάλη ζημιά στο βιότοπο του χαμαιλέοντα μετατρέποντάς τον σε αγροτική γη. Τα μηχανήματα που χρησιμοποιούν για το όργομα, σκοτώνουν πολλούς νεοσσούς που ζουν στο ψηλό χορτάρι και καταστρέφουν τις λιγοστές φωλιές που έγιναν στα χωράφια. Η χρήση φυτοφαρμάκων, παρασιτοκτόνων, λιπασμάτων κλπ. είναι πολύ διαδεδομένη στη περιοχή με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος αυτές οι βλαβερές ουσίες να αποθηκεύονται στον οργανισμό του χαμαιλέοντα μέσω της τροφής τους, των εντόμων. Τέλος το λαθρεμπόριο σπανίων ειδών άγριας ζωής, το οποίο έχει οδηγήσει πολλά ζώα στα όρια της εξαφάνισης, αποτελεί σημαντική απειλή για τον Αφρικανικό Χαμαιλέοντα της Πύλου. Τα φίδια στο βιότοπο του ΝαυαρίνουΠολύ πλούσια φαίνεται να είναι η περιοχή σε είδη φιδιών και από όλες τις ευρωπαϊκές οικογένειες, και όλα σχεδόν, με έντονη παρουσία. Με λίγη τύχη μπορεί κάποιος να βρει κάτω από αντικείμενα στο Διβάρι της Γιάλογας το Ερημόφιδο Eryx jaculus. Στα παλιά οινοποιία της Γιάλοβας αφθονεί το Σπιτόφιδο Elaphe situla, ο Σαπίτης Malpolon monospesulanus, η Δενδρογαλιά Coluber laurenti (πρώην gemonensis) και ο Λαφιάτης Elaphe quatuorlineata Τα υπόλοιπα είδη μαζί με την Οχιά Vipera ammodytes βρίσκονται πιο δύσκολα. Οι οχιές περιορίζονται σε πετρώδη υψώματα, όπως το Παλιόκαστρο και ο Προφήτης Ηλίας, σπανίζουν δε στις αμμοθίνες. Έχουν σίγουρα εξαφανισθεί από περιοχές που καλλιεργούνται συστηματικά ακολουθώντας την μοίρα και άλλων δυσκίνητων ερπετών. |
|
|
Copyright © 2024
Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία
|